ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 9 oC
Αναζήτηση:

Ο όρκος στην υπηρεσία (της Ιωάννας Μπερτσιμά)

Ο όρκος στην υπηρεσία (της Ιωάννας Μπερτσιμά)

Γράφει η Ιωάννα Μπερτσιμά....

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Αν πιστεύεις, ότι ο άνθρωπος είναι φιλαλήθης, μην τον εξαναγκάσεις να ορκιστεί, αν πάλι γνωρίζεις ότι ψεύδεται, μην τον αναγκάσεις να επιορκίσει».

Προς το τέλος του 2023, πραγματοποιήθηκαν σε όλους τους δήμους και τις περιφέρειες της χώρας οι τελετές ορκοδοσίας των νέων δημοτικών και περιφερειακών αρχών.

Ο νομοθέτης ορίζει ότι η ορκωμοσία των εκλεγέντων στον α΄ και β΄ βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου αυτοί να εγκατασταθούν και να αναλάβουν τα καθήκοντά τους και προβλέπει, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση ορκωμοσίας, εντός της νόμιμης προθεσμίας, την αυτοδίκαιη έκπτωση των αιρετών και την κίνηση για τη διαδικασία ορκωμοσίας των αναπληρωματικών. Μάλιστα, για πρώτη φορά, προβλέπεται διακριτός όρκος: α) για τους Έλληνες πολίτες, β) τους αλλοδαπούς πολίτες κρατών-μελών της Ε.Ε., παρουσία νόμιμου θρησκευτικού λειτουργού, και γ) ρητή διαβεβαίωση, για τους αιρετούς που δεν επιθυμούν να δώσουν όρκο.

Το αρμόδιο Υπουργείο, με σχετική εγκύκλιό του, σημειώνει ότι η ορκωμοσία, ως πράξη εσωτερικής φύσης, δηλώνει την ηθική δέσμευση των εκλεγέντων να ασκήσουν τα καθήκοντά τους σύμφωνα μα το Σύνταγμα και τους νόμους και υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις δεν αντιβαίνουν στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της αναλογικότητας, ούτε σε άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή.

Ο όρκος ορίζεται ως η διαβεβαίωση που δίνει κάποιος για να ενισχύσει την εγκυρότητα μιας μαρτυρίας ή υπόσχεσης ή γενικά για να αποδείξει την ειλικρίνειά του, επικαλούμενος συνήθως το όνομα του Θεού ή άλλου ιερού προσώπου ή μία ηθική αξία ή κάτι απολύτως σεβαστό. Στην καθημερινή ζωή, ο όρκος χρησιμοποιείται συχνά στην προσπάθεια να πείσουμε για την αλήθεια μας. Έτσι, μικροί και μεγάλοι, υπό το φόβο κάποιας τιμωρίας ή απώλειας μίας φιλίας, διάρρηξης μίας σχέσης, ανατροπής μίας κατάστασης, προκειμένου να πείσουν για την αλήθειά τους, ορκίζονται σε κάτι που θεωρούν σπουδαίο ή ιερό.

Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, ο όρκος έχει απασχολήσει, προβληματίσει και σε αρκετές περιπτώσεις διχάσει τις κοινωνίες, τον εκκλησιαστικό και νομικό κόσμο καθώς υποστηρίζονται αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι αμφισβητήσιμη η χρησιμότητά του και δεν πιστεύουν ότι ο όρκος μπορεί να αποτρέψει το ψεύδος και να εξασφαλίσει την αλήθεια ή την ηθική δέσμευση ενός προσώπου σε κάποιο σκοπό ή καθήκον. Ως απόδειξη αναφέρουν τους επίορκους, κατά καιρούς, πολιτικούς, αιρετούς της τοπικής αυτοδιοίκησης, δικαστικούς λειτουργούς, ιατρούς και δημοσίους υπαλλήλους.Επίσης, ακούγεται η άποψη ότι, η αναγκαστική επιλογή του τύπου του όρκου, θρησκευτικού ή πολιτικού, συνιστά παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελεύθερης θρησκευτικής συνείδησης, ως ιδιαίτερης εκδήλωσης του ευρύτερου δικαιώματος της ελευθερίας της συνειδήσεως. Το δικαίωμα στην θρησκευτική ελευθερία, προστατευόμενο σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, είναι το δικαίωμα της ακώλυτης υιοθέτησης οποιασδήποτε αντίληψης για το θείο ή ακόμα και της απόρριψης αυτού, με τρόπο φανερό ή μυστικό.

Η ορκοδοσία επιβλήθηκε από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, επί βασιλείας Όθωνα, διχάζοντας την Ορθόδοξη Εκκλησία. Υποστηρίζονταν πως οι χριστιανοί απαγορεύεται να ορκίζονται, σε κάθε περίπτωση, ενώ υπήρχαν και οι αντίθετες φωνές ότι ο όρκος που επιβάλλεται από την Πολιτεία είναι επιτρεπτός. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με σημείωμα του προς τους απανταχού ορθοδόξους, το 1849, τάχθηκε κατά της ορκοδοσίας.


Στην ελληνική έννομη τάξη, το Σύνταγμα ορίζει τον τύπο του όρκου για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους Βουλευτές. Επίσης, στο άρθρο 13 ορίζεται ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη και ότι κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει τον τύπο του. Επομένως, ανατίθεται στον κοινό νομοθέτη να προβλέψει νομοθετικά τον όρκο, χωρίς όμως να υποχρεώνεται κανένας Έλληνας πολίτης να ορκιστεί, εφόσον με αυτό τον τρόπο θίγεται ο πυρήνας της θρησκευτικής του ελευθερίας. Κατά τη συνταγματική επιταγή, ο όρκος σήμερα προβλέπεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε νόμο, για τον πρωθυπουργό, τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τους υπουργούς, τους αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, στον Υπαλληλικό Κώδικα, για τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους, και σε άλλους νόμους.

Σήμερα, ο όρκος προβλέπεται, κατά περίπτωση, είτε με θρησκευτικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο και τύπο σύμφωνα με τη θρησκεία ή το δόγμα αλλόθρησκων ή ετερόδοξων. Επίσης, προβλέπεται, σε περιπτώσεις άθρησκων ή άθεων ή θρησκειών που απαγορεύουν τον όρκο. Τέλος, σε περιπτώσεις άρνησης, για οποιονδήποτε λόγο, αποκάλυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, αντί όρκου, προβλέπεται η διαβεβαίωση, χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο.

Θα ήθελα να μου επιτραπεί να εστιάσω περισσότερο στον όρκο των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου συνιστά πολιτικό δικαίωμα αντίστοιχο με αυτό του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Λόγω αυτής ακριβώς της ιδιότητάς του ο δημόσιος υπάλληλος εξοπλίζεται με εξουσίες, η άσκηση των οποίων συνιστά μονοπώλιο και είναι υποχρεωτική για τους πολίτες. Για τη χρηστή άσκηση αυτών των εξουσιών και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος ο δημόσιος υπάλληλος δίδει υποχρεωτικά τον όρκο στην υπηρεσία. Οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, που ονομάζονται και πολιτικοί ή διοικητικοί δημόσιοι υπάλληλοι, είναι μόνιμοι, κατέχουν οργανική θέση, είναι έμμισθοι και εξελίσσονται σύμφωνα με το σύστημα της σταδιοδρομίας. Το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων ρυθμίζεται από το Σύνταγμα η δε υπηρεσιακή τους κατάσταση διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου.


Το περιεχόμενο του όρκου αυτού έχει ως εξής: «Ορκίζομαι ναφυλάττωπίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου.». Παρόμοιο και το περιεχόμενο του όρκου για τους αλλοδαπούς δημοσίους υπαλλήλους, με τη διαφορά ότι αυτοί ορκίζονται να φυλάττουν πίστη στην Ελλάδα και όχι στην πατρίδα. Επίσης, προβλέπεται η διαβεβαίωση, αντί του όρκου, για τους υπαλλήλους που δηλώνουν ότι δεν πρεσβεύουν καμιά θρησκεία ή πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο.

Ο όρκος στην υπηρεσία έχει δύο αντίθετες όψεις. Δεν αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά προϋπόθεση εισόδου του δημοσίου υπαλλήλου στην υπηρεσία και για το λόγο αυτό διαφέρει από τους περιορισμούς που θέτει ένας κώδικας δεοντολογίας. Συνιστά ένα είδος υπόσχεσης και περιορισμού της μελλοντικής συμπεριφοράς και των πράξεων του υπαλλήλου, καθώς με τη θέλησή του εκχωρείται τμήμα της ελευθερίας του ως αντάλλαγμα του υψηλού σκοπού που θα επιτελέσει. Θεσπίζεται μία νέα ηθική υποχρέωση. Με τον όρκο διαχωρίζεται με ξεκάθαρο τρόπο το δημόσιο από το ιδιωτικό συμφέρον, με την έννοια ότι το δεύτερο πρέπει να υποταχθεί στο πρώτο. Ο υπάλληλος έχει υποχρέωση να συμφιλιώσει την αντικειμενική με την υποκειμενική ευθύνη και να καταστήσει ηθικά συμβατή τη διοικητική υπηρεσία με τις προσωπικές του αξίες.

Βεβαίως, εκτός από την όψη του εξαναγκασμού και της υποταγής, υπάρχει και η όψη της αυτονομίας, δηλαδή, το δικαίωμα και η ευθύνη του δημοσίου υπαλλήλου να διαχειρίζεται τυχόν αξιακές συγκρούσεις, απελευθερωμένος από καταναγκασμούς και πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας, αντίθετες με το δημόσιο συμφέρον.

Ως κατακλείδα, πιστεύω ότι η χρησιμότητα του όρκου στην υπηρεσία έγκειται στην κατανόηση του «υψηλού καθήκοντος» που γεννά το δημόσιο λειτούργημα και της ηθικής διαχείρισης των εξουσιών που παρέχονται για την εκπλήρωση του. Η ενσυναίσθηση των απαιτήσεων και υποχρεώσεων που επιτάσσουν μία αμερόληπτη, ακέραιη, άξιας εμπιστοσύνης και σεβασμού, και σε κάθε περίσταση, υποδειγματικής συμπεριφοράς, εντός και εκτός της υπηρεσίας.

Ιωάννα Μπερτσιμά

Πολιτική-Διοικητική Επιστήμονας, MPA

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

1)Σπηλιωτόπουλος, Ε., (2017). Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τόμος 1, 15η Έκδοση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.


2)Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Επιμέλεια: Λίνος- Αλέξανδρος Σισιλιάνος. Νομική Βιβλιοθήκη.


3)Βενιζέλος Ευ., (2000). Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας.

4)Boucault, B., Ηθική και Δεοντολογία: η πυξίδα της δημόσιας δράσης. Πρακτικά Συνεδρίου "Ηθική και Δεοντολογία στη Σύγχρονη Δημόσια Διοίκηση." ΕΚΔΔΑ/ΕΝΑ, Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 2011. Έκδοση Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.

5)Μοσχόπουλος, Δ., Ο όρκος στην υπηρεσία και η παραβίασή του: συγκρούσεις αξιών στην ιστορική εξέλιξη του νεότερου κράτους. Εισήγηση στο 5οΔιεπιστημονικό Φροντιστήριο της Ελληνικής Εταιρείας Δικαιοφιλοσοφικής και Δικαιοϊστορικής Ερεύνης με θέμα "Σύγκρουση, Εχθρότης, και Δίκαιο". Αθήνα 23 Δεκεμβρίου 2010. Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.

6)Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ»


7)Επιτρέπεται να ορκιζόμαστε;Μαντζαρίδης Γεώργιος, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/epitrepete-na-orkizomaste/#google_vignette