Χρήστος Λέντζος: Ο «βασιλιάς» του φραπέ έπινε εσπρέσο!
Η διαδρομή από τις Μηλιές Ηλείας στην Αθήνα, οι πρώτες δουλειές, ο μυθικός καφές που τράβαγε όλη την πρωτεύουσα στο Παγκράτι και η κρέμα που δεν κουνιόταν
Είναι Παρασκευή πρωί, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 όταν τρεις μαθητές της Γ΄ Λυκείου φτάνουν στον φημισμένο Λέντζο απομεσήμερο.
Τραπέζι ελεύθερο δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, και όταν κάποια στιγμή ο κύριος Χρήστος Λέντζοςπου έτυχε να είναι έξω τους βλέπει και ρωτάει την τριάδα τι θέλει, εισπράττει την κλασσική απάντηση: «Για ένα φραπεδάκι ήρθαμε. Βόλεψε μας κάπου. Πήραμε δυο λεωφορεία για να φτάσουμε από το Γαλάτσι».
Ο «βασιλιάς» του φραπέ χαμογελάει και με αλχημείες τους στριμώχνει σε ένα από τα θρυλικά του τραπέζια μαζί με άλλα δύο αγόρια, παίρνει παραγγελία και χάνεται στο βάθος του θρυλικού του ζαχαροπλαστείου.
Εκεί όπου δόθηκαν άπειρα ραντεβού, γεννήθηκαν ειδύλλια, δόθηκε τέλος σε σχέσεις και χιλιάδες άνθρωποι απόλαυσαν τον μυθικό του φραπέ, αυτόν που έφερνε παρέες από την άλλη άκρη της Αθήνας για να τον πιουν.
Η φυγή του δημιουργεί αναπόφευκτα συνειρμούς για το οριστικό τέλος μιας άλλης εποχής, συνυφασμένης με τζιν, ελβιέλα, πέτσινα μπουφάν και κοπάνες από το Λύκειο που συνοδεύονταν από τη φράση «Πάμε στου Λέντζου για φραπέ».
Από τις Μηλιές στην Αθήνα
Η ζωή την δεκαετία του του ‘40 στις Μηλιές Ηλείας, ήταν κάτι παραπάνω από φτωχική για τις περισσότερες οικογένειες και η φαμίλια του νεαρού τότε Χρήστου Λέντζου, δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Σε ηλικία 17 ετών το 1957 παίρνει την απόφαση να φύγει για την Αθήνα που είχε μόλις αρχίσει να συνέρχεται από την Γερμανική κατοχή ενώ η χώρα σπαρασσόταν από τον Εμφύλιο.
Πιάνει δουλειά στο ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου, εκεί που θα γνωρίσει και την σύζυγό του, χωρίς να φαντάζεται ότι ακριβώς απέναντι θα έστηνε χρόνια μετά το μαγαζί που θα έκανε τον καλύτερο φραπέ στην Ελλάδα.
Όταν παίρνει μεταγραφή στην «Αίγλη» του Ζαππείου, έχει ήδη στο μυαλό του την ιδέα να ανοίξει ένα δικό του ζαχαροπλαστείο και όταν το κάνει οι ιδιοκτήτες της «Αίγλης» του είπαν ότι καλύτερα θα ήταν να φύγει από το δικό τους μαγαζί.
Το έκανε αλλά φρόντισε να πάρει άλλους τέσσερις συναδέλφους του μαζί, πρόσθεσε δύο ακόμη άτομα από το χωριό του και εγένετο ο «Λέντζος» στην οδό Βρυάξιδος.
Λίγα χρόνια μετά εξαιτίας μιας άρρωστης υπαλλήλου θα γεννηθεί ο περίφημος καφές του, όταν ο κύριος Χρήστος θα πιάσει το πόστο της και θα αρχίσει τα πειράματα για τον τέλειο κατά τη γνώμη του φραπέ.
Αλήθειες και μύθοι
«Η παρασκευή του μείγματος από τον οποίο προέκυπτε ο φραπές κόστιζε πολύ θα πει χρόνια μετά σε μια συνέντευξη του. «Έβαζα τέσσερις κουταλιές της σούπας καφέ. Μία κούπα ζάχαρη και ενάμιση ποτήρι νερό. Αυτά τα έβαζα στο μίξερ κι έβγαζα τέσσερις καφέδες. Τον φραπέ τον είχε φτιάξει κάποιος στη Θεσσαλονίκη με το καλαμάκι. Εγώ ήμουν ο πρώτος που τον έφτιαξε με μίξερ. Έρχονταν άνθρωποι να πιούν τον καφέ μου, όχι μόνο από όλη την Ελλάδα αλλά και τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο».
Βγάζει 300 καφέδες με την συσκευασία των δυόμιση κιλών την ώρα που οι άλλοι έβγαζαν 1000 αλλά αυτό είναι κάτι που δεν τον απασχόλησε ποτέ και ας ήταν το κόστος μεγαλύτερο.
Ο «Λέντζος» αποκτάει πολύ γρήγορα την φήμη ότι φτιάχνει τον καλύτερο φραπέ και στις δεκαετίες που θα περάσουν, θα ακουστούν σχεδόν τα πάντα για την περίφημη μυστική συνταγή του.
«Βάζει μπέικιν πάουντερ» ο ένας, «έχει σίγουρα αυγό» ο άλλος, «μάγκες ρίχνει ελάχιστη κρέμα γάλακτος» ο τρίτος και ο κατάλογος των «επιστημόνων» του καφέ για τον μυθικό φραπέ του δεν είχε τέλος.
Η ασκητική φιγούρα του κυρίου Χρήστου πίσω από τον πάγκο, με το γυάλινο μπλέντερ να «βρυχάται» συνέχεια βγάζοντας καφέδες είναι μια εικόνα που θυμούνται χιλιάδες Αθηναίοι.
Το μαγαζί άνοιγε στις πέντε το πρωί και έκλεινε στις δύο τα μεσάνυχτα με τον «βασιλιά του φραπέ» που παρεμπιπτόντως έπινε εσπρέσο, να φεύγει αργά το βράδυ.
Τέλος εποχής
Όλοι οι καφέδες που έβγαιναν ήταν γλυκείς και αν κάποιος τον ήθελε μέτριο ο κύριος Χρήστος προσέθετε άλλη μια ή δύο κουταλιές καφέ πάνω στη περίφημη κρέμα του φραπέ του.
Η τιμή του από διψήφια στην δεκαετία του ‘60 έφτασε τις 700 δραχμές στην δεκαετία του ‘90, όταν η πλατεία Παγκρατίου κατακλυζόταν από κόσμο που ήθελε να τον απολαύσει.
Ο Μανώλης Ρασούληςέβαλε τον Λέντζο σε τραγούδι του, όταν μια μέρα που πήγε για καφέ έπεσε πάνω σε μια πρώην του, που συνοδευόταν πλέον από τον νυν!
Μετά την εμπειρία οι στίχοι «Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ και βλέπω έναν τύπο μαζί με σένανε...» προέκυψαν αβίαστα από τον σπουδαίο στιχουργό.
Η ιστορία του συγκεκριμένου καφέ αρχίζει να οδεύει προς το τέλος της με τον ερχομό της κρίσης και του φρέντο εσπρέσο και το 2013 το εμβληματικό στέκι κλείνει για πάντα.
Στα 83 του πλέον χρόνια ο κύριος Χρήστος στεναχωρήθηκε πολύ και αποτραβήχτηκε μαζί με τις αναμνήσεις και τις θύμισες από άλλα πιο όμορφα και αθώα χρόνια.
Η φυγή του χθες, σκόρπισε θλίψη κυρίως στις ηλικίες άνω των σαράντα ετών που πρόλαβαν εκείνο το ανθρώπινο «μελίσσι» που κατέκλυζε την πλατεία στο Παγκράτι για την μεσημεριανή ή την απογευματινή ραστώνη.
Αυτή που περιελάμβανε απαραίτητα την ιεροτελεστία του να ανακατεύεις συνέχεια τον φραπέ με το καλαμάκι μιλώντας με κολλητούς ή φλερτάροντας με κορίτσια στην διπλανή παρέα, ενώ η κρέμα του δεν κουνιόταν.
Πηγή: protothema.gr
Συνδέσου με την ομάδα του lamiareport.gr στο Viber για άμεση ενημέρωση
Ακολούθησε το LamiaReport.gr στο Google News για όλες τς τελευταίες χρηστικές ειδήσεις
Ακολούθησε το LamiaReport στο Facebook ...για να μη χάνεις είδηση!