Εκλογές στη Γερμανία: Τα σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης, η αγωνία του Μερτς και η «καυτή ανάσα» του AfD

Δύσκολη εξίσωση ο σχηματισμός κυβέρνησης, «βαρόμετρο» το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας, τι δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν τη μεγάλη μάχη στις κάλπες
Με το βλέμμα στραμμένο στη Γερμανία θα είναι την Κυριακή (23.02.25) η διεθνής κοινότητα, ημέρα όπου θα διεξαχθούν μία από τις πιο κρίσιμες εκλογές της χώρας. Οι κάλπες θα ανοίξουν στις 09:00 (ώρα Ελλάδος), με 29 κόμματα να διεκδικούν την ψήφο 59,2 εκατομμυρίων πολιτών.
Οι εκλογές στη Γερμανία, διενεργούνται σχεδόν έξι μήνες πριν από την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής περιόδου, καθώς στις 6 Νοεμβρίου 2024 κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός, ο οποίος αποτελείτο από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP).
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου το 2023 έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των βουλευτών της Κάτω Βουλής (Bundestag) σε 630, καθώς καταργείται το σύστημα που ευνοούσε την διαρκή αύξηση του αριθμού των εδρών. Ενδεικτικά, η απερχόμενη Βουλή είχε 736 βουλευτές, ενώ προβλέπονταν επί της αρχής 598 έδρες.
Το όριο εισόδου στην Bundestag είναι το 5%, ωστόσο ένα κόμμα μπορεί να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή του ακόμη και εάν δεν το εξασφαλίσει, εάν συγκεντρώσει τουλάχιστον τρεις «απευθείας εντολές» βουλευτών, εάν δηλαδή υποψήφιοί της κερδίσουν τρεις «μονοεδρικές» περιφέρειες. Αυτής της πρόβλεψης έκανε χρήση στις προηγούμενες εκλογές η Αριστερά.
Το βασικότερο καθήκον της νέας βουλής είναι η εκλογή του καγκελάριου. Δεν προβλέπεται σχετική δεσμευτική προθεσμία και το ζήτημα θα τεθεί στην ημερήσια διάταξη αμέσως μόλις τα κόμματα του μελλοντικού κυβερνητικού συνασπισμού καταλήξουν σε συμφωνία. Τυπικά, ο νέος καγκελάριος προτείνεται στους βουλευτές από τον ομοσπονδιακό πρόεδρο και ακολουθεί η σχετική ψηφοφορία.
Προβάδισμα για CDU/CSU – Δύσκολος ο σχηματισμός κυβέρνησης
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το Πολιτικό Βαρόμετρο του Ινστιτούτου Wahlen για λογαριασμό του ZDF, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) διατηρεί το προβάδισμα που έχει εξασφαλίσει εδώ και μήνες, με 28% (-2), ενώ ακολουθεί η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) με 21% (+1).
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί με 16% και χωρίς μεταβολή των ποσοστών του, όπως και οι Πράσινοι με 14%. Η Αριστερά εξακολουθεί να αυξάνει τις δυνάμεις της και φθάνει στο 8% (+1), ενώ Φιλελεύθεροι (FDP) και Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) ενισχύονται κατά μισή μονάδα αλλά παραμένουν κάτω από το όριο του 5%, με 4,5%.
Οι αναποφάσιστοι, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, ανέρχονταν σε 27%. Παρόμοια ήταν η εικόνα και πριν από τις εκλογές του 2021, ωστόσο τότε η διαφορά μεταξύ πρώτου (SPD) και δεύτερου κόμματος (CDU/CSU) ήταν οριακή.
Με τα στοιχεία της συγκεκριμένης δημοσκόπησης και το δεδομένο ότι τα κόμματα έχουν δηλώσει ότι δεν θα συνεργαστούν με την ακροδεξιά, ο μόνος πολιτικά ρεαλιστικός συνασπισμός θα ήταν εφικτός μεταξύ της Ένωσης και του SPD, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία. Καθοριστικής σημασίας θα είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα κατορθώσουν τελικά να βρεθούν στην επόμενη βουλή, καθώς όσο περισσότερα είναι, τόσο περιορίζεται η πιθανότητα να αρκούν δύο κόμματα για τον σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού.
Βασικά θέματα της προεκλογικής περιόδου ήταν το μεταναστευτικό, η οικονομία και η Ουκρανία, τα οποία αναμένεται να απασχολήσουν τόσο την προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης όσο και τη νέα κυβέρνηση. Ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και πιθανότερος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δήλωσε τις τελευταίες ημέρες ότι για τον ίδιο, ενόψει διερευνητικών συνομιλιών με πιθανούς εταίρους, δεν αποτελεί «κόκκινη γραμμή» το σχέδιο πέντε σημείων που κατέθεσε τον περασμένο μήνα στην Bundestag με ιδιαίτερα περιοριστική πολιτική για το μεταναστευτικό. Αντίστοιχα, ο κ. Μερτς άφησε ανοιχτό και το ενδεχόμενο αλλαγών στο «φρένο χρέους», προκειμένου να επιτραπεί ο επιπλέον δανεισμός ώστε να καλυφθούν κυρίως αμυντικές δαπάνες και κονδύλια για την στήριξη της Ουκρανίας.
Εξωτερικές παρεμβάσεις στον προεκλογικό αγώνα
Η ενίσχυση της ακροδεξιάς, η οποία αναμένεται για πρώτη φορά να καταγράψει σε εθνική κάλπη τόσο υψηλά ποσοστά, συνδέεται και με τις παρεμβάσεις υπέρ της AfD τόσο από τη Ρωσία όσο και από τις ΗΠΑ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου υπήρξαν εκστρατείες παραπληροφόρησης, με ψευδείς ειδήσεις, εκτεταμένη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά και απροκάλυπτες δηλώσεις στήριξης της ακροδεξιάς, όπως αυτές του αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς ή του δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία και στελέχους της αμερικανικής κυβέρνησης Έλον Μασκ.
Οι κάλπες κλείνουν στις 18:00, οπότε και αναμένεται η πρώτη πρόβλεψη αποτελέσματος (exit poll). Λίγη ώρα αργότερα θα αρχίσει και η ροή των επίσημων αποτελεσμάτων. Από τη Δευτέρα, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς καθίσταται υπηρεσιακή και για σημαντικές αποφάσεις θα πρέπει να συμβουλεύεται τον νικητή των εκλογών αλλά και τους πιθανούς εταίρους του. Ο Φρίντριχ Μερτς έχει δηλώσει ότι θεωρεί εφικτό η νέα κυβέρνηση να έχει σχηματιστεί έως το Πάσχα ή λίγες εβδομάδες μετά.
Zeitenwende, αλλά για ποιον;
Παρότι στη Γερμανία δεν τίθεται ζήτημα ακυβερνησίας ή αστάθειας, σε αντίθεση με άλλες εποχές, αυτή την φορά αναγνωρίζουν όλοι την πίεση το Βερολίνο να έχει όσο το δυνατόν συντομότερα πλήρως λειτουργική ηγεσία, καθώς είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη για αποφάσεις τόσο στο εσωτερικό, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης και του αναβρασμού στο μεταναστευτικό, όσο και στην εξωτερική πολιτική, υπό τις πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιουργεί η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ.
Μεθαύριο επίσης, για όποιον κρατάει ακόμη λογαριασμό, συμπληρώνονται τρία χρόνια από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η «Zeitenwende» (σημείο καμπής) που εξήγγειλε ο Όλαφ Σολτς στην Bundestag στις 28 Φεβρουαρίου 2022 για το δόγμα της γερμανικής άμυνας, των εξοπλισμών και της εξωτερικής πολιτικής, πανηγυρίστηκε με ενθουσιασμό και από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης και πιθανότερο επόμενο καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος την επικαλείτο μάλιστα καθ’ όλη την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Μοναδικό παράπονό του, ότι ο αντίπαλός του δεν ήταν σε θέση να την υλοποιήσει επαρκώς. Τα 100 δισεκατομμύρια στο «έκτακτο ταμείο» για τις αμυντικές δαπάνες ακούγονταν πραγματικά σαν «σημείο καμπής» για μια Γερμανία που μέχρι τότε περιφρονούσε τις αμυντικές ανάγκες της ίδιας και της Ευρώπης. Σήμερα ωστόσο, με την Ουάσιγκτον να έχει ήδη «σερβίρει» τη δική της …Zeitenwende στους ευρωπαίους εταίρους της, η γερμανική «υπέρβαση» κινδυνεύει να είναι ήδη παρωχημένη.
Τι θα κάνει ο Μερτς;
Το πρώτο μεγάλο στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο αρχηγός των Χριστιανοδημοκρατών είναι να πιάσει και να περάσει το όριο του 30%.
Ο πρώτος λόγος είναι, όπως επισημαίνει η Deutsche Welle, ότι το «30% συν κάτι» ήταν ανέκαθεν ο «σκληρός πυρήνας» της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU). Ακόμα και στις δύσκολες εκλογές του 2009, εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης και με τους αναλυτές να μιλούν για «ιταλοποίηση» του πολιτικού σκηνικού, η Άνγκελα Μέρκελ είχε καταφέρει να επανεκλεγεί καγκελάριος με 33,8%. Μπορεί να ήταν το χειρότερο ποσοστό των Χριστιανοδημοκρατών από το 1949, αλλά αποδείχθηκε αρκετό για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP).
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ο Μερτς αγωνιά για το «μαγικό 30%» είναι ότι με ένα τέτοιο ποσοστό θα χρειαζόταν, κατά πάσα πιθανότητα, μόνο έναν κυβερνητικό εταίρο στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το είπε ξεκάθαρα σε πρόσφατο τηλεοπτικό ντιμπέιτ: «Στρατηγικός μου στόχος είναι να έχουμε ανοιχτές τουλάχιστον δύο επιλογές, αλλά τελικά να χρειαστούμε μόνο μία. Είτε τους Σοσιαλδημοκράτες, είτε τους Πράσινους». Πιο πιθανό σενάριο είναι μία νέα έκδοση, μετά την εποχή Μέρκελ, του «μεγάλου συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD).
Θα έρθει η σταθερότητα;
Οι αντίπαλοι πολιτικοί ηγέτες της Γερμανίας δίνουν τη μάχη τους για ψήφους μέχρι το τελευταίο λεπτό, σε μια προσπάθεια που αντανακλά τον κομβικό χαρακτήρα των εκλογών της Κυριακής, όχι μόνο για τη χώρα τους αλλά και για την Ευρώπη συνολικά, όπως σημειώνει το BBC.
Εδώ και μήνες η γερμανική πολιτική έχει παραλύσει από την κατάρρευση της προηγούμενης κυβέρνησης στις 6 Νοεμβρίου 2024, η οποία αποτελούνταν από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP).
Τώρα, ευελπιστούν ότι οι αυριανές εκλογές θα επαναφέρουν κάποια σταθερότητα στη μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ και στη μεγαλύτερη οικονομία της, η οποία αγωνίζεται να ξεφύγει από την παρατεταμένη ύφεση.
Το σοκ της ακροδεξιάς στη δεύτερη θέση στη Γερμανία
To AfD παρουσιάζεται δεύτερο στις δημοσκοπήσεις. Και ένα θέμα που απασχολεί είναι η στιγμή που συμβαίνει αυτό. Ένα κόμμα με πολλά κοινά με τον Τραμπ που μοιράζονται τις ίδιες απόψεις κατά της μετανάστευσης, είναι θετικοί για τη χρήση ορυκτών καυσίμων, επιθυμούν και αυτοί να σταματήσουν να στέλνουν όπλα στην Ουκρανία και να αποκλιμακώσουν τις εντάσεις με τη Ρωσία.
Η κυβέρνηση Τραμπ άλλωστε τους υποστηρίζει και πάλι – δημοσίως, προς οργή πολλών Γερμανών.
Το θέμα είναι ότι η Γερμανία δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα, αλλά η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ένα από τα έθνη με τη μεγαλύτερη επιρροή.
Ποτέ άλλοτε στη μεταπολεμική Γερμανία ένα ακροδεξιό κόμμα δεν είχε τέτοια επιτυχία, ενώ βρισκόταν στο κατώφλι του να χαρακτηριστεί ως απειλή για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και το σύνταγμά της.
Η ηγέτις της γαλλικής αντιπολίτευσης, Μαρίν Λεπέν, το κόμμα της οποίας θεωρείται επίσης ακροδεξιό, έχει πάρει αποστάσεις από το AfD στην ευρωπαϊκή σκηνή, κρίνοντας προφανώς τις θέσεις του και τη φήμη του πολύ ακραία.
Ακολούθησε το LamiaReport.gr στο Google News για όλες τς τελευταίες χρηστικές ειδήσεις