Γιάννης Στουρνάρας: Οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου και οι άμυνες της Ελλάδας

Στις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου και στις άμυνες της χώρας μας αναφέρεται σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας
Οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα για επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές από τους μεγαλύτερους εμπορικούς της εταίρους, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ, σηματοδοτούν μια σαφή αλλαγή πολιτικής που οδηγεί σε αυξημένο προστατευτισμό.
Πρόκειται για επιβαρύνσεις που αποτελούν τα υψηλότερα επίπεδα περιοριστικών μέτρων στο παγκόσμιο εμπόριο από τη δεκαετία του 1940.
Αναπόφευκτα οι συνέπειες ενός τέτοιου εμπορικού πολέμου θα είναι αρνητικές για όλες τις εμπλεκόμενες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Κι αυτό διότι ο εμπορικός προστατευτισμός πάντοτε προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, καθώς οι πληγείσες χώρες, όπως ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει από την περασμένη Παρασκευή, ανταποδίδουν με αντίμετρα.
Ακόμη όμως και χώρες που δεν θα αναλάβουν τέτοιες πρωτοβουλίες, θα επηρεαστούν, καθώς η παραγωγή, η μεταποίηση και η διάθεση προϊόντων γίνεται μέσα από παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, οι οποίες έχουν αυξήσει την αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών μεταξύ τους.
Αυτές οι έμμεσες επιδράσεις θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία και όχι μόνο τις χώρες στις οποίες επιβάλλονται δασμοί. Οδηγούμαστε λοιπόν σε μία κλιμάκωση της κρίσης και σε επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, με σοβαρές συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη.
Η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων ενός εμπορικού πολέμου είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, καθώς εξαρτάται από παράγοντες όπως η διάρκεια και η ένταση των μέτρων και αντίμετρων, οι χώρες που εμπλέκονται και η ικανότητα των οικονομιών να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Ωστόσο, αρκετές μελέτες έχουν επιχειρήσει να υπολογίσουν τις επιπτώσεις ενός παρατεταμένου εμπορικού πολέμου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ευρώπη, ως οικονομία με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε μια τέτοια εξέλιξη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η αρνητική επίπτωση των μέχρι σήμερα εξαγγελθέντων μέτρων στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα είναι περίπου 0,4%, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μείωση της παγκόσμιας ζήτησης αντισταθμίζεται εν μέρει από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων λόγω των πληθωριστικών πιέσεων στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα όμως με αναλύσεις διεθνών επενδυτικών τραπεζών (Goldman Sachs, ABN AMRO, κ.λπ.), οι αρνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τη μία ποσοστιαία μονάδα.
Η Ελλάδα, αν και έχει μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ, ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια συνολική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης.
Οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι ηπιότερες συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς το ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ παραμένει χαμηλό (περίπου 4% των συνολικών εξαγωγών, έναντι 8,5% στην Ευρωζώνη).
Η συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας είναι σχετικά περιορισμένη, κάτι που λειτουργεί ως ένας βαθμός προστασίας έναντι ενός ευρύτερου εμπορικού πολέμου.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως θα μείνει ανεπηρέαστη. Αν η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου επηρεάσει βασικές ευρωπαϊκές αγορές, η ζήτηση για ελληνικά προϊόντα μπορεί να μειωθεί, πλήττοντας τις εξαγωγές.
Επιπλέον, η γενικότερη αβεβαιότητα στις αγορές μπορεί να περιορίσει τις ξένες άμεσες επενδύσεις, καθυστερώντας τη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ο λόγος είναι ότι σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν ρίσκο, καθώς πλήττεται η εμπιστοσύνη.
Η Ελλάδα λοιπόν, που προσπαθεί να προσελκύσει ξένες άμεσες επενδύσεις, θα πρέπει να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποτελέσει έναν ελκυστικό προορισμό για τους επενδυτές, παρά τις αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αυτές απαιτούν από τις κυβερνήσεις προσαρμογή των στρατηγικών τους, ώστε να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών τους απέναντι στις νέες συνθήκες.
Για την Ελλάδα, η απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις βρίσκεται στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, στην προώθηση της καινοτομίας και στη στροφή προς ένα περισσότερο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο, το οποίο θα βασίζεται στη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και στην ανάπτυξη νέων τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Πηγή: tovima.gr
Συνδέσου με την ομάδα του lamiareport.gr στο Viber για άμεση ενημέρωση
Ακολούθησε το LamiaReport.gr στο Google News για όλες τς τελευταίες χρηστικές ειδήσεις