Γράφει η Λίλη Τσώνη, Πρόεδρος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών & Συγγραφέων, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών & της The Literary London Society.
Το κείμενο εμπνεύσθηκε από το έργο ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ (1932 - 0.60 Χ 0.45 – ΚΡΑΓΙΟΝΙΑ) του ζωγράφου Αλέκου Κοντόπουλου.
Το έργο εκτίθεται στην Αίθουσα με τη Μόνιμη Συλλογή του Αλέκου Κοντόπουλου, στη Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας “Αλέκος Κοντόπουλος”. Πίνακας Εξωφύλλου: «Κουτσομπολιό», Αλέκος Κοντόπουλος.
ΤΟ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ. Το σούρουπο η Εψεβούλα, η Φωτίκα, η Παρθένα, η Καλιώ και η Ραλλιώ, ξέκλεβαν χρόνο, κάθονταν στο πεζούλι δίπλα στην ποτί- στρα για τα ζωντανά, στην άκρη του χωριού, κι έπιαναν το αγαπημένο τους συνήθειο.
Το κουτσομπολιό.
Ξαπόσταιναν, ανέπνεαν, ξεχνιόντουσαν, ζούσαν!
Απόψε, θ’ άφηναν το κουτσομπολιό στη μέση -δεν το έκαναν ποτέ αυτό!
Κοίταξαν όλες με θαυμαστό συγχρονισμό εκεί που τέλειωνε το καλντερίμι
και άρχιζε ο χωραφόδρομος. Με ορθάνοιχτα μάτια και στόμα ανοιχτό, λες
και θα τις βοηθούσε να καταλάβουν καλύτερα τι ήταν αυτό που άκουγαν.
Τι ήταν η περίεργη βοή που έμοιαζε να έρχεται κατά το μέρος τους;
Η βοή έγινε γρήγορα εικόνα, σαν φάνηκε το πρώτο κάρο. Ήταν βαρυφορτω-
μένο. Έσερνε αργά τις ξύλινες ρόδες του. Πίσω του έρχονταν ένα τσούρμο
ταλαιπωρημένοι άνθρωποι. Παιδιά, νέοι, μεσήλικες, γέροι…
Οι πέντε γυναίκες κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Έμοιαζαν να έχουν το ίδιο
πράγμα στο μυαλό τους, κι ας μην άλλαξαν ούτε μιλιά. Έκλεισαν το στόμα
τους. Τα μάτια τους σκοτείνιασαν. Κατέβηκαν απ’ το πεζούλι, σχεδόν πηδώ-
ντας. Φάνηκαν οι αστράγαλοι κάτω απ’ τα μεσοφόρια τους. Το κατάλαβαν.
Τα ίσιωσαν βιαστικά. Κοντοστάθηκαν έχοντας τα χέρια, άλλη στη μέση της κι
άλλη στις τεράστιες τσέπες που είχαν οι μπροστοποδιές που έδεναν πάνω
από τα μακριά φουστάνια τους, ακόμη κι όταν δεν έκαναν δουλειές.
Περίμεναν να κοντοζυγώσουν τα κάρα. Ήταν πολλά και ήταν το ένα πίσω από
το άλλο. Κι ανάμεσά τους, κυρίως, ήταν γυναικόπαιδα. Μικροί και μεγάλοι,
ήταν ταλαιπωρημένοι. Ακόμη κι οι αμαξάδες, κι ας μην περπατούσαν…
Οι πρόσφυγες, γιατί… πρόσφυγες ήταν -είχαν φτάσει τα νέα μέρες τώρα, κι
έλεγαν ότι άφηναν τα σπίτια τους, έπαιρναν ό,τι μπορούσαν να κουβαλή-
σουν, κι έφευγαν κυνηγημένοι προς τα δυτικά, άλλοι με καράβια, άλλοι με
τα πόδια- οι πρόσφυγες λοιπόν, σταμάταγαν μπροστά στην ποτίστρα και τα
παιδιά τους στριμώχνονταν και έσπρωχναν με τους αγκώνες δεξιά κι αριστε-
ρά για να ξεδιψάσουν, κι οι μεγάλοι τα μάλωναν.
Οι πέντε φιλενάδες, τους συμπόνεσαν. Πόνεσε η ψυχή τους. Σκίστηκαν τα
σπλάχνα τους.
– Κοιτάτε κείνη την αγγελοκάμωτη, την εμορφοκαμωμένη! Άμαθη θα ήτανε
σε τέτοια! Αυτή με το βυζανιάρικο στην αγκαλιά λέω, που είναι έτοιμη να
λιγοθυμήσει!
– Και ποιος είναι μαθημένος σ’ αυτά τα πράγματα; Αλλοίμονό μας, να λες…
Καλέ ετούτοι εδώ, ξεριζώθηκαν! Κι εκείνος ο γέροντας, ωχ... Δεν καταλα-
βαίνει ο δόλιος αν ζει, ή αν πέθανε!
– Και τον άλλον, το δύστυχο, που τον κουβαλάνε αγκαλιά, δεν τον βλέπεις;
– Και τα παιδάκια; Πω πω, τα παιδάκια! Με σκισμένα παπούτσια! Ωχ, εκείνο
δεν είναι ποδεμένο! Φεύγω! Φεύγω, πάω στο σπίτι! Τα ‘χω βασταγμένα!
Όλα! Ρούχα, παπούτσια… απ’ τα παιδιά μου, όταν ήταν μικρά! Κρατήστε
τους! Να περιμένουν μέχρι να φέρω ό,τι βρω… σε κάποιο θα ταιριάξουν…
– Κι αυτή εκεί η κυρά, γιατί κυρά θα ήταν, κοιτάτε… δαντέλες κρέμονται απ’
τα μανίκια της, τι εμορφοκαμωμένη είναι κι ας γέρασε… τι στερνά θα ‘χει κι
αυτή…
– Τα στερνά της; Κανένας δεν ξέρει τα στερνά του! Αφήστε τα αυτά τώρα και
κοιτάτε πώς να τους βοήσουμε!
– Τρέχα εσύ που ’σαι μικρότερη, πες να χτυπήσουν την καμπάνα, να μαζευ-
τεί το χωριό, να δούμε τι θα κάνουμε με δαύτους! Πού να τους κοιμίσουμε
απόψε, κι αύριο βλέπουμε, έχει ο Θεός…
Το κουτσομπολιό, θα το τέλειωναν αύριο, μεθαύριο… για απόψε, ο Θεός είχε
άλλα σχέδια. Λ.Τ.