ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 5 oC
Αναζήτηση:

Όταν ο Λαμιώτης εικαστικός Αλέκος Κοντόπουλος αρνήθηκε το βραβείο της Χούντας

Όταν ο Λαμιώτης εικαστικός Αλέκος Κοντόπουλος αρνήθηκε το βραβείο της Χούντας

Μια άγνωστη, στους περισσότερους, επιστολή του μεγάλου Λαμιώτη εικαστικού Αλέκου Κοντόπουλου με την οποία το 1973 αρνήθηκε το Α' Κρατικό Βραβείο Ζωγραφικής που συνοδεύονταν από χρηματικό έπαθλο 1.000.000 δραχμών.

Ήταν Πρωτοχρονιά τού1973όταν, σύμφωνα με τον εκδότη των εκδόσεων "Στιγμή"ΑιμίλιοΚαλιακάτσο, έγινε από το «υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών» της Χούντας η απονομή τών «εθνικών» βραβείων λογοτεχνίας, θεάτρου και εικαστικών τεχνών.

Στον συμπατριώτη μαςΑλέκο Κοντόπουλοείχε απονεμηθεί τοΑ' Κρατικό Βραβείο ζωγραφικής, που συνοδεύονταν από χρηματικό έπαθλο1.000.000 δραχμών, το οποίο όμωςαρνήθηκενα παραλάβει με επιστολή που έστειλε την ίδια βραδιά της αναγγελίας στις εφημερίδες «Βήμα» και «Νέα». Μια επιστολή που προκάλεσε δημοσιότητα η οποία "ήταν μια αυτοτελής πράξη αντίστασης, που κάποια τύχη επέτρεψε την πραγμάτωσή της", όπως σημειώνει ο εκδότης Αιμίλιος Καλιακάτσος.

Η επιστολή του Αλέκου Κοντόπουλου αναφέρει:

Ἀξιότιμε κ. Διευθυντά,
Παρακαλῶ δημοσιεύσατε εἰς τὸ ἔγκριτον φύλλον σας τὴν κάτωθι δήλωσίν μου:
Εἰς τὰς ἐφημερίδας τῆς 31ης Δεκεμβρίου 1972 ἐδημοσιεύθη, συμφώνως πρὸς ἀνακοίνωσιν τοῦ ὑπουργείου Πολιτισμοῦ, μία σειρὰ ὀνομάτων καλλιτεχνῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγομαι, εἰς τοὺς ὁποίους ἀπενεμήθησαν τὰ πρὸ πολλοῦ χρόνου προκηρυχθέντα, γνωστὰ ὡς ἐθνικά, χρηματικὰ βραβεῖα. Ἐπειδὴ ἀνέκαθεν ἐπίστευα ὅτι γενικῶς ὁ θεσμὸς οἱωνδήποτε βραβείων ἢ παρασήμων ἀποτελεῖ μίαν πρᾶξιν ματαιοδοξίας, ἀπαράδεκτον διὰ πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ὅταν μάλιστα, ὅπως συνέβη ἐπὶ τῆς προκειμένης βραβεύσεως, παρεβιάσθησαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ἐντολοδόχου ἐπὶ τῶν βραβείων ἐπιτροπῆς, ἡ συγκρότησις τῆς ὁποίας ἀπετέλεσεν οὕτως μίαν ἐπίφασιν ἁπλῶς καὶ μόνον ψευδωνύμου δημοκρατικῆς, δῆθεν, διαδικασίας, διὰ ταῦτα εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ δηλώσω δημοσίως ὅτι δὲν μοῦ εἶναι δυνατόν, διὰ λόγους προσωπικῶν μου ἀρχῶν, νὰ δεχθῶ τὴν βράβευσίν μου.

Διατελῶ ὑμέτερος
Ἀλέξ. Κοντόπουλος

Ποιος ήταν όμως ο κορυφαίος Λαμιώτης ζωγράφος, το όνομα του οποίου φέρει η Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Λαμιέων;

Όπως σημειώνει η ιστοσελίδα της Δημοτικής Πινακοθήκης Λαμίας, ο Αλέκος Κοντόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1904 και πέθανε στην Αθήνα το 1975.

Αρχίζει να ζωγραφίζει από τα μαθητικά του χρόνια και όταν τελειώνει το γυμνάσιο, το 1921, σπουδάζει αγιογραφία για δύο χρόνια στο εργαστήρι του Γ. Σαραφιανού, πατέρα του γνωστού ζωγράφου Πάνου Σαραφιανού. Εργάζεται ως βοηθός του σε εκκλησίες της περιοχής και οργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεση σε καφενείο της Λαμίας. Το 1923 έρχεται στην Αθήνα και ύστερα από εξετάσεις γίνεται δεκτός στο τρίτο έτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου έχει καθηγητές του τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Νικόλαο Λύτρα και Δημήτριο Γερανιώτη.

Την περίοδο αυτή θεωρείται από τους δασκάλους του ως «η μεγαλύτερη ελπίδα της ρεαλιστικής ζωγραφικής» στη χώρα του. Τον Ιούνιο του 1930 και έως το 1933, φεύγει στο Παρίσι, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, για μεταπτυχιακές σπουδές στις Ακαδημίες Κολαρόσι και Γκραν Σωμιέρ και μελετά τους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης στο Μουσείο του Λούβρου και τη Φλαμανδική τέχνη σε ταξίδι του στο Βέλγιο, κάνοντας παράλληλα αντίγραφα των έργων τέχνης. Τη χρονιά αυτή, παντρεύεται την Μαρσέλ-Ραχήλ Μπουσσάρ και επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου οργανώνει την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο «Ερμής». Τότε συμμετέχει και στην ‘Εκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών στο Ζάππειο, ένα είδος πανελλήνιας έκθεσης και το 1934 γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» και παίρνει μέρος στις τρεις εκθέσεις που οργανώνει η καλλιτεχνική ομάδα έως το 1938.

Από το 1936 ξαναγυρίζει στο Παρίσι, παρακολουθεί μαθήματα στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών και μελετά στα Μουσεία το έργο μεγάλων Γάλλων ζωγράφων, κυρίως Εμπρεσσιονιστών, όπως του Σεζάν, Ρενουάρ, Μπρακ, καθώς και Βαν Γκογκ και Μπονάρ. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρέφει στην Ελλάδα και στρατεύεται στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το 1941 διορίζεται μουσειακός καλλιτέχνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου θα εργαστεί πολλά χρόνια. Στη διάρκεια της Κατοχής δε μένει αμέτοχος μπροστά στη συμφορά που μαστίζει τον τόπο του και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση, αγωνιζόμενος μέσα από την τέχνη του. Επεξεργάζεται μια σειρά σχεδίων που απεικονίζουν την οδύνη, τη δυστυχία και την πείνα στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Άλλα σχέδια με τίτλο «Αντίσταση στην πόλη των Αθηνών», δυστυχώς χάθηκαν στα Δεκεμβριανά.

Το 1944 γίνεται μέλος της επιτροπής για την οργάνωση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, του οποίου θα διατελέσει και αντιπρόεδρος τα χρόνια 1948-1949. Κάτω από την επίδραση της αφηρημένης τέχνης που ακμάζει στην Ευρώπη ιδρύει το 1949 με άλλους καλλιτέχνες την καλλιτεχνική ομάδα με την επωνυμία «Οι Ακραίοι» και ως θεωρητικός της ομάδας εκδίδει μανιφέστο στο περιοδικό «ο Αιώνας μας» το Νοέμβριο του 1949. Στο μανιφέστο εκφράζεται η διάθεση της καλλιτεχνικής ομάδας να ενισχύσει και να διαδώσει την «πνευματική νεότητα της παγκόσμιας σύγχρονης αυθεντικής τέχνης, δίχως επιφυλάξεις και δίχως υποκρισίες». Την περίοδο αυτή συγγράφει και εκδίδει αισθητικά δοκίμια για τη σύγχρονη τέχνη, στα οποία υπερασπίζεται και τεκμηριώνει την ελευθερία και την αυτοτέλεια του καλλιτέχνη και των εκφραστικών του μέσων.

Το 1950, για τρίτη φορά μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου παραμένει για εννέα μήνες, γιατί αισθάνεται την ανάγκη να δει από κοντά τους νεωτερισμούς του Παρισιού και το θρίαμβο της αφαίρεσης στην τέχνη. Το Παρίσι λοιπόν, είναι το καλλιτεχνικό κέντρο που τροφοδοτεί επί μία εικοσαετία τις ανάγκες εικαστικής ανανέωσης του Αλέκου Κοντόπουλου και αποτελεί πηγή έμπνευσης και διέγερσης της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Το Μάιο του 1951, μία ιστορικής σημασίας έκθεση, γίνεται στην έπαυλη του φίλου του, Κ. Γεωργικόπουλου, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Πρόκειται για την πρώτη έκθεση αφηρημένης ζωγραφικής στην Ελλάδα, η οποία αποτέλεσε «μία εμπράγματη επαλήθευση των αρχών της διακήρυξής του». Η εκδήλωση επιδοκιμάστηκε από το σύνολο των κριτικών του Αθηναϊκού τύπου.