ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 14 oC
Αναζήτηση:

Η θέση του Ιατρικού Συλλόγου Φθιώτιδας για το σχέδιο νόμου για τη Β’Βαθμια Υγεία

Η θέση του Ιατρικού Συλλόγου Φθιώτιδας για το σχέδιο νόμου για τη Β’Βαθμια Υγεία

Μόνιμες θέσεις στο ΕΣΥ και ισχυρότερα οικονομικά κίνητρα ζητούν οι γιατροί…

Δελτίο τύπου για τη δημοσιοποίηση της θέσης του για το σχέδιο νόμου που προωθεί η Κυβέρνηση για τη δευτεροβάθμια υγεία, εξέδωσε ο Ιατρικός Σύλλογος Φθιώτιδας.

Στο ΔΤ που υπογράφουν ο Πρόεδρος Χρήστος - Δημήτριος Γεωργίου και ο νέος Γ. Γραμματέας του Συλλόγου, Ανδρέας Παπατριανταφύλλου, σημειώνουν τα προβλήματα που υπάρχουν στο ΕΣΥ τα οποία, όπως αναφέρουν, δε λύνονται με την ιδιωτικοποίηση, παρά μάλλον με αύξηση των οικονομικών κινήτρων και την κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας.

Επισημαίνουν δε ότι οι περικοπές στους μισθούς των μονίμων ιατρών του ΕΣΥ λόγω κρίσης, έχει κριθεί αντισυνταγματικές, εντούτοις με το πρόσχημα ότι δεν υπάρχει η δημοσιονομική δυνατότητα, παραμένουν. Την ίδια ώρα η «δυνατότητα σύναψης σχέσης εργασίας με ιδιωτικούς φορείς, και μάλιστα με οικονομικές απολαβές υψηλότερες από τις αντίστοιχες των ιατρών του ΕΣΥ, φαίνεται να υπάρχει, αφού το νέο σχέδιο νόμου τέτοιες σχέσεις εργασίας επιχειρεί να προωθήσει», υπογραμμίζουν οι γιατροί του ΙΣΦ.

Διαβάστε το δελτίο τύπου του Ιατρικού Συλλόγου Φθιώτιδας:

«Κατά τη συνεδρίασή του Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου Φθιώτιδας στις 7/11/2022 τέθηκε προς συζήτηση το σχέδιο νόμου για την αναδιάταξη του ΕΣΥ και την τροποποίηση της λειτουργίας της δευτεροβάθμιας παροχής υπηρεσιών υγείας και ομόφωνα αποφάσισε τα εξής:

1. Η υγεία είναι ένα δημόσιο αγαθό που οφείλει να παρέχεται δωρεάν και σε όλους τους πολίτες μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Η όποια ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ, μερική ή ολική, με βάση οικονομικά κριτήρια θέτει υπό αμφισβήτηση τα ανωτέρω. Ο θεσμικός ρόλος των Ιατρικών Συλλόγων είναι να προασπίζει και να διασφαλίζει τη δημόσια υγεία. Συνεπώς, η ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ δε μπορεί παρά να μας βρίσκει αντίθετους, αφού θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας αλλά και τη δυνατότητα πρόσβασης του συνόλου των πολιτών σε αυτές.

2. Στο εν λόγω σχέδιο νόμου γίνεται λόγος για διαφόρων ειδών ελαστικές σχέσεις εργασίας μεταξύ ιατρών και ΕΣΥ, όπως μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, οι επικουρικοί ιατροί και απασχόληση με δελτίο παροχής υπηρεσιών («μπλοκάκι»), που προοδευτικά Θα οδηγήσουν σε κατάργηση των μόνιμων Θέσεων πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Η παροχή ιατρικών υπηρεσιών υγείας αποτελεί διαχρονικά λειτούργημα πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, η σημασία του οποίου καταδείχθηκε ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια της πανδημίας COV1O-19. Οι συνάψεις σχέσεων μερικής απασχόλησης δεν προάγουν την ποιότητα παροχής υπηρεσιών υγείας του ΕΣΥ, αλλά αποτελούν εφήμερες και προσωρινές πρόχειρες λύσεις για υποτυπώδη πρόσκαιρη στελέχωση των νοσοκομείων με ιατρικό προσωπικό. Επομένως, η άμεση κάλυψη όλων των προβλεπόμενων μόνιμων Θέσεων με προκήρυξη μόνιμων Θέσεων πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης αποτελεί μονόδρομο για την κάλυψη των αναγκών του ΕΣΥ. Επίσης, πάγιά μας άποψη είναι να παραμείνουν στο ΕΣΥ σε μόνιμες Θέσεις οι επικουρικοί ιατροί, που καλύπτουν εδώ και χρόνια πάγιες ανάγκες του ΕΣΥ, στερούμενοι όμως οποιασδήποτε επαγγελματικής βεβαιότητας και εξασφάλισης.

3. Παρατηρείται τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο η προκήρυξη μόνιμων θέσεων στο ΕΣΥ να αποβαίνει άγονη, ενώ οι παραιτήσεις μονίμων ιατρών αποτελούν πια καθημερινό, σχεδόν, φαινόμενο. Μια από της αιτίες της κατάστασης αυτής είναι και η έλλειψη οικονομικών κινήτρων. Οι ιατροί που εργάζονται στο ΕΣΥ είναι οι χειρότερα και χαμηλότερα αμειβόμενοι ιατροί, ενώ εργάζονται τις περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως, συγκριτικά με όλους τους ιατρούς Εθνικών Συστημάτων Υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αύξηση των μισθών των ιατρών του ΕΣΥ θα αποτελέσει κίνητρο για συναδέλφους να απασχοληθούν και να ενταχθούν, ή και να παραμείνουν στο ΕΣΥ σε μόνιμες Θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Η αύξηση στους μισθούς που ανακοινώθηκε πρόσφατα, θα τη χαρακτηρίζαμε συμβολική, και σε καμία περίπτωση δεν είναι τέτοια που να κάνει τους μισθούς των ιατρών του ΕΣΥ έστω να προσεγγίσουν τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς. Σημειωτέων, έχει εκδικαστεί και τελεσιδικήσει, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπόθεση αναφορικά με τις περικοπές στο μισθολόγιο των ιατρών του ΕΣΥ λόγω οικονομικής κρίσης. Οι εν λόγω περικοπές κρίθηκαν αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου οι μισθοί των ιατρών οφείλουν να επανέλθουν στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα. Οι ιατροί είναι, ίσως ο μόνος επαγγελματικός κλάδος για τον οποίο μια αντίστοιχη απόφαση δεν έχει εφαρμοστεί, με το πρόσχημα ότι δεν υπάρχει η δημοσιονομική δυνατότητα. Εντούτοις, δημοσιονομική δυνατότητα σύναψης σχέσης εργασίας με ιδιωτικούς φορείς, και μάλιστα με οικονομικές απολαβές υψηλότερες από τις αντίστοιχες των ιατρών του ΕΣΥ, φαίνεται να υπάρχει, αφού το νέο σχέδιο νόμου τέτοιες σχέσεις εργασίας επιχειρεί να προωθήσει.

4. Βασικά γρανάζι στη μηχανή των νοσοκομείων του ΕΣΥ αποτελούν οι ειδικευόμενοι ιατροί, οι οποίοι αποτελούν, πλέον, «είδος υπό εξαφάνιση». Πρόκειται για νέους επιστήμονες, στους οποίους το κράτος επένδυσε για να εκπαιδεύσει στις Ιατρικές Σχολές, οι οποίοι επιλέγουν να εκπαιδευτούν και, συνήθως, να διαπρέψουν σε άλλες χώρες στην ειδικότητα που επέλεξαν. Η απασχόλησή τους σε αλλότρια καθήκοντα, άσχετα με το αντικείμενο της ειδικότητάς τους (εμβολιαστικά κέντρα, τμήματα COV1O-19), η υπερεργασία, η μη τήρηση του νομικά Θεσπισμένου προγράμματος σπουδών τους, οι χαμηλοί μισθοί τους συγκριτικά με τους αντίστοιχους του εξωτερικού και η αβεβαιότητα της επαγγελματικής αποκατάστασης μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους αποτελούν βασικές αιτίες της επιστημονικής αιμορραγίας την οποία υφίσταται η χώρα και ο ιατρικός κλάδος τα τελευταία χρόνια. Το σχέδιο νόμου που συζητείται, προβλέπει τη μετακίνηση των ειδικευόμενων ιατρών μεταξύ νοσοκομείων με πρόσχημα τη σφαιρικότερη εκπαίδευσή τους. Στην πράξη, αυτό που επιχειρείται είναι η κάλυψη πολλών υγειονομικών μονάδων από φτηνό ιατρικό δυναμικά, χωρίς ουσιαστική εκπαίδευση. Η εξασφάλιση της εκπαίδευσής τους από αρμόδιους φορείς, οι ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, η αναγνώριση του προσφερόμενου έργου τους και η δέουσα μισθολογική τους αναβάθμιση είναι ο μόνος τρόπος να παραμείνουν οι νέοι αυτοί συνάδελφοι στο ΕΣΥ, ώστε να λάβουν κατάλληλη εκπαίδευση, στηρίζοντας παράλληλα ένα σύστημα υγείας το οποίο κλυδωνίζεται και πλήττεται από τη συνεχώς επιδεινούμενη υποστελέχωση».