Κωνσταντίνος Μαζαράκης Αινιάν - Από τον Μακεδονικό Αγώνα στην απελευθέρωση της Θράκης
Στο γιο της Υπαταίας σημαντικής ποιήτριας Αγανίκης Αινιάν, Κωνσταντίνο Μαζαράκη Αινιάν και στην πλούσια προσφορά του στην πατρίδα αναφέρεται η Καθημερινή σε ένα εκτενές αφιέρωμά της που συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1869. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Μαζαράκης, γενικός αρχίατρος του στρατού, παππούς του ο παπα-Γιώργης, πρωτόπαπας στη Χώρα της Κύθνου κατά την Επανάσταση. Η µητέρα του Αγανίκη, που αναγνωρίστηκε αργότερα ως σημαντική ποιήτρια, ήταν κόρη του λόγιου, Φιλικού και γερουσιαστή επί Όθωνος, Γεωργίου Αινιάνα. Στο σπίτι του Αινιάνα στην Κωνσταντινούπολη γίνονταν οι μυστικές συναντήσεις προετοιµασίας της Επανάστασης – εκεί µυήθηκε, µεταξύ άλλων, και ο Παπαφλέσσας. Στον πύργο των Αινιάνων, στη γενέτειρά τους Υπάτη, υπήρχε σπάνια βιβλιοθήκη την οποία διατηρούσε ο επίσης λόγιος αδερφός του Γεωργίου, ∆ηµήτριος Αινιάν, µέχρι την πυρπόλησή της από τις οθωνικές δυνάµεις στη διάρκεια της εξέγερσης του 1848. Ο ∆ηµήτριος ανέλαβε και την κηδεµονία της Αγανίκης µετά τον θάνατο του αδερφού του. Το µορφωµένο και φιλελεύθερο περιβάλλον ευνόησε την ανάπτυξη του νεαρού Κωστάκη µε ανεξαρτησία πνεύµατος, οξυδέρκεια και χιούµορ, όπως και τα υπόλοιπα αδέρφια του. Πιο γνωστά από αυτά, ο Αλέξανδρος (στρατηγός, συγγραφέας στρατιωτικής ιστορίας, ακαδηµαϊκός) και ο Περικλής (βουλευτής Κυκλάδων). Η οικογένεια ασπαζόταν τις γενικές αρχές του φιλελευθερισμού και, παρότι πολιτικά βρέθηκε εγγύτερα στον Βενιζέλο, ποτέ δεν εντάχθηκε στη φατριαστική διαμάχη του Εθνικού ∆ιχασµού. Στη Σχολή Ευελπίδων ο Κωνσταντίνος συνδέθηκε µε ονόµατα που έμελλε να αποδειχθούν σηµαδιακά για τη χώρα: Παύλος Μελάς, Σπυροµήλιος, Πλαστήρας κ.ά., πολλοί από τους οποίους συµµετείχαν και στις µυστικές διεργασίες της «Εθνικής Εταιρείας». Η γενιά αυτή συγκλονίστηκε από τον πόλεμο του 1897. Ως νέος αξιωματικός υπηρέτησε πολλά χρόνια στη Χαρτογραφική Υπηρεσία, περιοδεύοντας κάθε καλοκαίρι την ύπαιθρο και µαθαίνοντας την αγάπη για την άγρια ζωή στη φύση. Ο ίδιος έλεγε ότι αυτό υπήρξε το κύριο εφόδιό του αργότερα στον Μακεδονικό Αγώνα και ως ιδρυτή και διοικητή του Στρατιωτικού Σώµατος Προσκόπων στους Βαλκανικούς Πολέµους. Παντρεύτηκε την Πολίτισσα Αρριέττα Πορτοκάλογλου, µε την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Η Αρριέττα ήταν κόρη µεγαλεµπόρου καπνών (σώζεται η καπναποθήκη Πορτοκάλογλου στη ∆ράµα, ενώ η οικία στο Πέραν έχει απαλλοτριωθεί από την τουρκική κυβέρνηση και χρησιµεύει ως επίσηµη κατοικία του βαλή –νοµάρχη– Κωνσταντινουπόλεως). Πέθανε το 1947, έχοντας ζήσει µεγάλη οικογενειακή καταστροφή στα ∆εκεµβριανά.
Μια επιστολή στην απαρχή του Μακεδονικού Αγώνα
Ήταν 11 Ιουνίου του 1903, όταν ο ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς υπέγραφε από την Αθήνα µια επιστολή προς τον µητροπολίτη Καστοριάς, Γερµανό Καραβαγγέλη. Η επιστολή έφτασε στην Καλαµπάκα µε φροντίδα του υπολοχαγού Κωνσταντίνου Μαζαράκη-Αινιάνα, ο οποίος σηµειώνει και αυτός τα νεότερα από κάτω και την προωθεί στον προορισµό της.
Ο µετέπειτα εθνικός ήρωας Μελάς ήταν παλιός συνεργάτης και φίλος του Κωνσταντίνου Μαζαράκη, συµφοιτητής στη Σχολή Ευελπίδων και στην «Εθνική Εταιρεία», όπου εργαζόταν µυστικά για τον αλύτρωτο ελληνισµό από τις αρχές της δεκαετίας του 1890.
(Δεκέμβριος 1917. Τελετή παρασημοφόρησης στο Καλλιμάρμαρο από τον Γάλλο στρατηγό Ρεϊνό, μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην Αθήνα (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα)
Στην επιστολή ο Μελάς ανακοίνωνε στον µητροπολίτη ότι του στέλνει έντεκα παλικάρια από την Κρήτη. Ο Γεώργιος Περάκης που τη µετέφερε ήταν ο απόλυτης εµπιστοσύνης αρχηγός τους και τη συνόδευε µε κρυπτογραφικό λεξικό, για να συνεννοούνται µε ασφάλεια µε τον Αθανάσιο Εξαδάκτυλο, τοποθετηµένο στα σύνορα κοντά στην Ασπροκκλησιά ως σύνδεσµο µε τη µυστική οργάνωση µέσα στην οθωµανική Μακεδονία.
Βρισκόµαστε στις απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα, την εποχή που η κοινή γνώµη στην Ελλάδα τελεί ακόµα εν υπνώσει. Τα τροµοκρατικά εγκλήµατα των Βούλγαρων κοµιτατζήδων έχουν πολύ αυξηθεί: Στις 20 Ιουλίου επρόκειτο να ξεσπάσει και το Κίνηµα του Ίλιντεν, αλλά µέχρι τότε στην Ελλάδα επικρατούσε ακόµα µια σοκαρισµένη, φοβική άρνηση µετά την ήττα της στον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897. Μερικοί αφοσιωµένοι, όµως, πατριώτες έβλεπαν τον κίνδυνο εκβουλγαρισµού της Μακεδονίας και αντιδρούσαν. Στο Μοναστήρι είχε ήδη τοποθετηθεί ως υποπρόξενος ο Ίων ∆ραγούµης –συγγενής του Μελά–, που ανέλαβε τον οργανωτικό σχεδιασµό για τη δηµιουργία του µυστικού δικτύου.
Παρότι οι αξιωµατικοί Μελάς και Μαζαράκης, όπως και µια χούφτα άλλοι ακόµα, έχαιραν σιωπηρής ανοχής από όσους λίγους στο επιτελείο και στην κυβέρνηση γνώριζαν τη δράση τους, επισήµως το κράτος δεν συµµετείχε καθόλου. Οι πρώτοι µαχητές που στάλθηκαν στη Μακεδονία ήταν Κρητικοί, όχι µόνο για την πολεµική τους φήµη, αλλά και ακριβώς διότι δεν ήταν Έλληνες πολίτες: η Κρήτη, παρότι αυτόνοµη, ανήκε επισήµως όµως ακόµα στον σουλτάνο και οι Κρητικοί ήταν Οθωµανοί υπήκοοι. Σε περίπτωση σύλληψής τους, η επίσηµη Ελλάδα µπορούσε να αποφύγει το διεθνές σκάνδαλο, παριστάνοντας την ανήξερη.
«Εγράψαμεν και την επιστολήν αυτήν όπου ονομάζαμε τα όπλα “Αγίας Γραφάς” και τα εστείλαμε μαζί με τους δέκα Κρήτες».
Χρειαζόταν όµως προσοχή: Παραδοσιακός εχθρός των Κρητικών ήταν οι Τούρκοι, στη Μακεδονία όµως οι Έλληνες έπρεπε να συνεργάζονται όσο µπορούσαν µε αυτούς, διότι κύριος και άµεσος εχθρός ήταν αντιθέτως ο Βούλγαρος. Επιπλέον, επειδή επρόκειτο για µάχη για να κερδηθούν συνειδήσεις, δεν έπρεπε να µιλάνε αδιακρίτως και µόνο τα όπλα. Εξίσου κρίσιµες ήταν η πειθώ, η λεπτότητα, η συγχώρεση, «διότι πολλάκις µία ελεηµοσύνη ή γενναιοφροσύνη κάµνει πολλά περισσότερα από εκατόν φόνους», όπως λέει ο Μελάς στις οδηγίες προς τους Κρητικούς.
Η επιστολή, υπογεγραμμένη από τον Παύλο Μελά και τον Μαζαράκη, προς τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Με κωδικοποιημένο μήνυμα ενημέρωναν για τη μεταφορά ένοπλων Κρητών στη Μακεδονία, κηρύσσοντας την έναρξη της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Το πρόχειρο σηµείωµα του Μαζαράκη στο τέλος της επιστολής µάς ανακοινώνει επίσης ότι «Εν Καλαµπάκα εύρηνται ήδη 22 Άγιαι Γραφαί παρά τω ιατρώ κ. Ράµω, καλώ πατριώτη, προς ον οι τυχόν απεσταλµένοι σας δύνανται να απευθυνθώσι. Επίσης εν Τρικκάλοις ελευθέρως δύνανται να αποτανθώσι προς τον κ. Κοντοπάνον, δικηγόρον. Αµφότεροι εισίν εν γνώσει των αποστολών. Παρ’ αυτών θα µάθωσι και την διαµονήν του ανθ. Εξαδακτύλου Α., περί ου σας γράφει ο κ. Μελάς».
Η σηµείωση δείχνει δευτερεύουσας σηµασίας. Αν όµως επισηµάνουµε ότι «Άγιαι Γραφαί» ήταν ο κωδικοποιηµένος όρος για τα τουφέκια, αποκτά άλλη αξία: µετά τους άνδρες που έστελνε ο Μελάς, λοιπόν, έφτανε και ο εξοπλισµός τους, µε τον οποίο θα ξεκινούσε η ένοπλη και κρισιµότερη φάση του Μακεδονικού Αγώνα.
Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Μαζαράκης γράφει για την επιστολή και µας αποκαλύπτει το παρασκήνιο και τα µετέπειτα συγκινητικά γύρω από αυτήν: «Ήµουν στην Πόλη ως Στρατηγός τω 1919. Ετέλουν τους γάµους µου. Εις τον ναόν παρίστατο µε τον Πατριάρχην ολόκληρος η Σύνοδος του Πατριαρχείου. ∆ιεκρίνετο µε το ωραίο ανάστηµά του ο Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς τω 1903. Όταν ήλθε στην οικίαν µας να συγχαρή, µου εγχειρίζει µίαν επιστολήν λέγων: “Γνωρίζεις αυτήν την υπογραφήν;”. Ηµεροµηνία 1903. Αναγιγνώσκω: Κ. Μαζαράκης, Υπολοχαγός Πυροβολικού. Τι ήτο; Ήσαν αι απαρχαί της βουλγαρικής ψευδοεπαναστάσεως. Ο Καραβαγγέλης διά του Ίωνος ∆ραγούµη, γραµµατέως Προξενείου Μοναστηρίου τότε, µας έγραφε να του στείλουµε µαχητάς εναντίον των Βουλγάρων. Μαζί µε τον Παύλον Μελάν εύρηµεν ένδεκα Κρήτες, τους Γ. ∆ικώνυµον Μακρήν, Ευθ. Καούδην, Γ. Περάκην, Λαµπρινόν Βρανάν, Λ. Λαµπρινόν (Νικητάκην) (φονευθείς), Γ. Σεϊµένην (φονευθείς), Ντράλκαν, Κατουθάτον, Ζουρίδην, Λυκάκην και Κούκον, ηγοράσαµεν και όπλα µάνλιχερ από του Μαλτσινιώτη µε χρήµατα εξ ενός µισθού µας (180 δραχµαί τότε) έκαστος και 3.000 δραχµάς που µας έδωσε η κόµησσα de Riencourt. Του εγράψαµεν και την επιστολήν αυτήν υπογεγραµµένην από τον Μελά και εµέ, όπου ονοµάζαµε τα όπλα “Αγίας Γραφάς” και τα εστείλαµε µαζί µε τους δέκα Κρήτες, τους οποίους συνώδευσα έως τα σύνορα ως αξιωµατικός της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Την επιστολήν αυτήν µου την εχάρισε ο Καραβαγγέλης και την έχω ακόµη».
Η επιστολή, υπογεγραμμένη από τον Παύλο Μελά και τον Μαζαράκη, προς τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Με κωδικοποιημένο μήνυμα ενημέρωναν για τη μεταφορά ένοπλων Κρητών στη Μακεδονία, κηρύσσοντας την έναρξη της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Σήµερα η επιστολή σώζεται στο αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. ∆ηµοσιεύτηκε τελικά το 1963, ανάµεσα στις αναµνήσεις του Μαζαράκη από τον Μακεδονικό Αγώνα, µε επιµέλεια της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και του γιου του, νοµάρχη τότε στην ίδια, ελληνική πια, Καστοριά.
Ο Μακεδονικός Αγώνας
Από πράκτορας του προξενείου σε αντάρτη
Ο κίνδυνος στη Μακεδονία το 1904 ήταν ορατός µόνο σε λίγους. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης, µετά την ήττα στον πόλεµο του 1897, τον οικονοµικό έλεγχο της Ελλάδας και τον φιλοβουλγαρισµό των Μεγάλων ∆υνάµεων που επηρέαζε η προπαγάνδα, δεν είχε πολλά περιθώρια. Η λύση ήταν στη µυστική εµπλοκή της Ελλάδας. Για αρχή τοποθετήθηκαν στο προξενείο Μοναστηρίου ο Καλλέργης, µε υποπρόξενο τον Ίωνα ∆ραγούµη, και στη Θεσσαλονίκη ο Λάµπρος Κοροµηλάς. Ήταν σκέψη του τελευταίου να χρησιµοποιηθούν αξιωµατικοί ως πράκτορες για να κατοπτεύσουν τον χώρο πριν αρχίσει οποιαδήποτε επιχείρηση. Ο υποστράτηγος τότε Χατζηανέστης πρότεινε ονόµατα. «Με επεσκέφθη κατ’ οίκον και µε ηρώτησε αν δέχωµαι να υπηρετήσω. Τον διέκοψα απαντήσας: “Άνευ όρων”», αφηγείται ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν.
Η µελέτη, η µυστική επικοινωνία µε τον Κοροµηλά και η αποστολή πολεµοφοδίων ξεκίνησαν αµέσως. Τον Αύγουστο ο Μαζαράκης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη µε πλαστό διαβατήριο ως ∆ήµος Στεργιάκης, γραµµατέας του προξενείου. «Πόσο διαφορετικά των βιβλίων και στατιστικών εύρον τα πάντα εν Μακεδονία!» Στρατός τουρκικός και ξένοι στρατιωτικοί καθοδηγητές παντού, για µεταρρυθµίσεις που υπήρχαν µόνο στα χαρτιά. «Πάντες ήσαν φιλοβούλγαροι».
«Αµέσως την πρώτην ηµέραν την αφίξεώς µου εύρον σηµείωµα του Προξένου Κοροµηλά να µεταβώ εφ’ αµάξης εις Γραδοµπόρ, δύο ώρας έξωθι Θεσσαλονίκης. Εκεί ευρέθην προ φρικτού θεάµατος. Οκτώ έως δέκα πτώµατα χωρικών, εξ ων µία γραία, έκειντο εκτάδην ακρωτηριασµένα µε τον απαισιότερον τρόπο… ∆ύο νέαι χωρικαί όρθιαι, κρατούσαι βρέφη, παρετήρων εν καταστάσει ηλιθία χωρίς δάκρυα και χωρίς φωνάς… Ηρωτήσαµεν πώς αντέχουν και δεν κλαίνε οι γυναίκες; – Από τρόµον µη σφάξουν και τα µωρά τους οι βουλγαρίζοντες, ήτο η απάντησις».
Άτακτο σώμα Ελλήνων στην Καλαμπάκα, κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Ο Μαζαράκης διακρίνεται καθιστός, τρίτος από αριστερά (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Στο προξενείο η εργασία ήταν κυρίως να συλλέγουν πληροφορίες και να συντονίζουν τους ντόπιους. «Βεβαίως ήτο ανάγκη να γίνουν αντεκδικήσεις αιµατηραί, ίνα πιστοποιηθή η παρουσία µας και ίνα εις την βουλγαρικήν τροµοκρατίαν απαντήσωµεν και ηµείς. Αλλά πολλάκις εθεωρήθη τούτο σκοπός και όχι µέσον». Ο Μαζαράκης περιγράφει στις αναµνήσεις του τη δύσκολη ισορροπία µεταξύ µυστικής δράσης και µαζικής τροµοκρατίας, την οποία θεωρεί ηθικά κολάσιµη αλλά και αντιπαραγωγική, διότι ενίσχυε τα µίση αλλά και των ξένων τον ανθελληνισµό. Μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά πρότεινε στον Κοροµηλά την ενεργό εµπλοκή στρατιωτικών από την Ελλάδα ως επικεφαλής σωµάτων: Ήταν πιο αποστασιοποιηµένοι από τους ντόπιους, που συχνά παρεκτρέπονταν από προσωπικές αντεκδικήσεις, ενώ παράλληλα είχαν και µεγαλύτερη αίσθηση των γενικότερων γεωπολιτικών ισορροπιών και αναγκών.
Για τον θάνατο του Μελά πάντως, κινούµενος από βαθύ ιδεαλισµό, γράφει: «[…] Ήτο η πρώτη µεγάλη λύπη, ην ησθάνθην καθ’ όλον τον αγώνα, όχι τόσον διότι ο Μελάς υπήρξε φίλος µου, αλλά διότι αντεπροσώπευεν όλην την ιδεολογίαν του αγώνος… Τον έκλαυσα όπως θρηνεί κανείς την διάψευσιν µιας ελπίδος, ενός ονείρου».
Συχνά περιόδευε σε όλη τη Μακεδονία, για στήσιµο και συντονισµό των δικτύων και των ντόπιων ενόπλων σωµάτων που ήδη δρούσαν στην περιοχή. Η άδεια µετακίνησης που του παρείχε το προξενείο, άλλοτε τον ανέφερε ως κυνηγό, άλλοτε ως επιθεωρητή σχολείων, κ.ο.κ. Μια φορά στα Βοδενά, ο αστυνοµικός διευθυντής Νουρή µπέης αρνούνταν να του επιστρέψει την άδεια και ο Μαζαράκης τού µίλησε απότοµα. «Στρέφεται τότε ο αστυνόµος και λέγει: “Να κάτση φρόνιµα µην τον συλλάβω. Χιτσµεκιάρ [υπηρέτης] είναι αυτός µε γούνα;” Τι είχε συµβή; Εις τον τεσκερέ µου ως επάγγελµα εφέρετο “υπηρέτης”». Ο υπάλληλος του προξενείου που, χωρίς να γνωρίζει την αληθινή ταυτότητα του Μαζαράκη, ενοχλούνταν από τη στενή σχέση του µε τον Κοροµηλά, είχε σκεφτεί αυτό το “καψόνι” για εκδίκηση. Αργότερα ο Νουρή αποδείχθηκε φιλικός µε τους Έλληνες και µάλιστα έδειξε στον Μαζαράκη την τηλεγραφική εντολή που είχε λάβει από τη µυστική αστυνοµία της Θεσσαλονίκης να τον παρακολουθεί.
«Επλησιάζαμε αργά για το φόβο, είπαν, των τορπιλλών από τις οποίες δεν εκαθαρίσθη ακόμα ο κόλπος. Τα φρούρια και τα τηλεβόλα, με τα στόμια γυρισμένα προς την θάλασσαν απειλητικά, διαγράφονται ολόμαυρα στον ανοιχτόν ορίζοντα σαν μαρμαρωμένα στοιχειά. Επάνω στα φρούρια κυματίζει η γαλανόλευκη σημαία. Την έστησεν ο λοχαγός του πυροβολικού Μαζαράκης, τον οποίον εκτύπησαν τρεις σφαίρες, στο χέρι, στο γόνατο, και στο στήθος ανεπιτυχώς. Μου τα λέει με συγκίνισι η αδελφή του που πηγαίνει να τον ιδή στο νοσοκομείο».
Θάλεια Φλωρά-Καραβία
Πολύ σηµαντική ήταν η σύνδεση του προξενείου µε τις εκκλησιαστικές αρχές στη Μακεδονία: «Ο Άγιος Βοδενών Στέφανος […] µας εβοήθει πολύ, ως και όλοι οι νέοι Μητροπολίται τότε. Ο Καραβαγγέλης εις Καστοριάν, ο Φορόπουλος εις Μοναστήρι, ο Χρυσόστοµος εις ∆ράµαν (ο κατόπιν Σµύρνης)». Υπήρχαν όµως και εξαιρέσεις: «Ο γέρων Θεσσαλονίκης µάς έφερε πολλάς δυσκολίας και συχνά προς εκδίκησιν, άµα δεν εξεπληρούντο αι αξιώσεις του, µας έκλειε το πορτάκι που συνεκοινώνει µε το Προξενείον και µας έδενε τα χέρια. Ο Κοροµηλάς τον εξεδικείτο. Του έκοπτε την επιχορήγησιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως και ο Άγιος συνέρχετο». Η πίσω είσοδος του προξενείου µέσα από τον Άγιο Γρηγόριο ήταν απαραίτητη για όλες τις µυστικές συνεννοήσεις.
Η δουλειά ενός πράκτορα ήταν βεβαίως υπόγεια, περίπλοκη, τυλιγµένη από µύριους κινδύνους και βασιζόταν στη δηµιουργία κύκλων εµπιστοσύνης και στην ικανότητα σωστής κρίσης χαρακτήρων. Έπρεπε να συγκροτείς σώµατα ενόπλων, να τα συντονίζεις και να επιβλέπεις τις επιχειρήσεις στις οποίες προέβαιναν, αλλά και τις σχέσεις που ανέπτυσσαν µεταξύ τους, µερικές φορές ακόµα και να επιλύεις προβλήµατα συνεννόησης και ανταγωνισµού µεταξύ σωµάτων ή και εντός αυτών. Έπρεπε να ξέρεις σε ποιον µιλάς και από ποιον κρύβεσαι. «Ήταν χειµώνας ∆εκεµβρίου 1904 […] αποφασίζω να εξέλθω από τη Θεσσαλονίκη […] και να µεταβώ εις το Μοναστήρι “Σφηνίτσα”, κείµενον παρά τας εκβολάς του Αλιάκµονος και εις τας υπωρείας των παραφυάδων του Ολύµπου, ίνα το καταστήσωµεν αποθήκην όπλων και πολεµοφοδίων. Εφόρεσα µίαν ενδυµασίαν πέτσινη και πήρα ένα όπλο κυνηγετικό […].
«Ήτο ανάγκη να γίνουν αντεκδικήσεις αιματηραί, ίνα πιστοποιηθή η παρουσία μας και ίνα εις την βουλγαρικήν τρομοκρατίαν απαντήσωμεν και ημείς».
»Συνήντησα τον γέρο ηγούµενον και ωµιλήσαµεν για πολλά ζητήµατα. Μετά το φαΐ, κατά το βράδυ ήρχισα να του εξηγώ τα της παρασκευής µας για τον αντιβουλγαρικόν αγώνα και αν θα εδέχετο… Μου έκαµεν εντύπωσιν ο τρόµος του. Εσηκώθη κατακόκκινος διαµαρτυρόµενος να µη βάλω φωτιά στο Μοναστήρι. Μόνον που δεν µ’ έδιωξε, ήταν µεσάνυχτα. Αλλά ξηµερώµατα χωρίς να χαιρετήσω κανένα, εφύγαµε δροµαίοι µέσα στο χιόνι».
Τα σώματα των Καπετάν Ακρίτα (Μαζαράκη), Καπετάν Μπούα (Σπύρου Σπυρομήλιου) και Καπετάν Κόδρου (Μιχαήλ Μωραΐτη) εν πλω για τη Μακεδονία, το 1905 (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Ο Μαζαράκης ήταν καλός κριτής χαρακτήρων και διαπνεόταν από αίσθηση του χιούµορ. Η κατάληξη του περιστατικού αυτού έρχεται µε τους Βαλκανικούς Πολέµους το 1912, όταν ο επικεφαλής του Σώµατος Προσκόπων που άνοιγαν τον δρόµο στην ΧΙΙ Μεραρχία στα στενά της Πέτρας, φτάνει στο ίδιο µοναστήρι. «Μου παρουσιάζεται ένας γέρων εννενηκοντούτης µε κάτασπρη γεννειάδα. Ανεγνώρισα αµέσως τον παλαιόν µου φίλον, ήρχισα να του διηγούµαι τα παλαιά. “Θυµάσαι”, του λέει, “εγώ ήµουνα”. Σχεδόν πέφτει στα γόνατα και µε φιλεί. “Συχώρησέ µε, παιδάκι µου, πού να το φανταζόµην, ότι ήσουν αξιωµατικός τότε που µας κατεδίωκαν οι Τούρκοι! Και πού να φαντασθώ ότι τόσον γρήγορα θα ερχόταν για µας η ελευθερία! Ευλογηµένοι να ’στε”, και ήρχισε να κλαίη».
Μας αφηγείται και άλλα αστεία περιστατικά από τον Μακεδονικό Αγώνα. «Μίαν ηµέραν που ευρισκόµην εις Βοδενά ως επιθεωρητής δήθεν των σχολείων, µας αναγγέλλεται η άφιξις του ∆εσπότου Βοδενών εκ Θεσσαλονίκης. Μεταβαίνοµεν εις τον σταθµόν. Μου έκαµεν εντύπωσιν ότι ο διάκος του εβαστούσε κάτι µεγάλες λαµπάδες τυλιγµένες λίαν επιδεικτικώς µε ρόδινο χαρτί. Τι ήσαν; Όπλα µάνλιχερ τα οποία µετέφερεν ο ∆εσπότης. Και ενώ ηυλόγει το πλήθος που τον ηκολούθει εις την κεντρικήν οδόν και οι Τούρκοι αστυνοµικοί τον συνώδευαν εις ένδειξιν τιµής, τα όπλα που θα µας ηλευθέρουν µίαν ηµέραν από αυτούς, µετεφέροντο τόσον πανηγυρικώς».
Σε άλλη περίσταση, «∆ιερχόµενος εκ Φλωρίνης κατήλθον εις τον σταθµόν µε µίαν φωτογραφικήν µηχανήν. Ο εκεί Τούρκος λοχαγός µε παρακαλεί να φωτογραφήσω τον λόχον του, εκλαβών µε ως φωτογράφον. Μου τον παρέταξε και διέταξε “Παρουσιάστε”. Πού να εγνώριζεν ότι παρουσίαζεν όπλα εις έναν αντάρτην!…».
Τα σώματα των Καπετάν Ακρίτα (Μαζαράκη), Καπετάν Μπούα (Σπύρου Σπυρομήλιου) και Καπετάν Κόδρου (Μιχαήλ Μωραΐτη) εν πλω για τη Μακεδονία, το 1905 (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Η πιο γνωστή όµως εµπλοκή του Μαζαράκη µε τον Μακεδονικό Αγώνα είναι όταν επέστρεψε τον Απρίλιο του 1905 ως Καπετάν Ακρίτας στην περιοχή γύρω από τη Νάουσα (Βέρµιο, Καρατζόβα, Ρουµλούκι…). Μετά από συγκρότηση σωµάτων, προετοιµασία τους µαζί µε τον καρδιακό του φίλο και συνάδελφο αξιωµατικό Σπυροµήλιο (Καπετάν Μπούα) αλλά και τον Μωραΐτη (Καπετάν Κόδρο) και άλλους, επιβιβάστηκαν µυστικά στη Βουλιαγµένη σε επιβατηγό πλοίο, που νύχτα τούς έφτασε στον Θερµαϊκό Κόλπο. Μετά από πολλές αναβολές που σχεδόν µαταίωσαν το εγχείρηµα, τελικά κατόρθωσαν να αποβιβαστούν στα τυφλά και να συνδεθούν µε ντόπιους πράκτορες, οι οποίοι φοβούνταν να κάνουν τα συµφωνηµένα φωτεινά σήµατα. Χωρίς να το ξέρει ο Μαζαράκης, παραδίπλα στο πλοίο τους ήταν αγκυροβοληµένο ένα τουρκικό τορπιλοβόλο.
Για την ενδυµασία του µακεδονοµάχου µάς λέει το εξής: «Ενεδύθην τον ελληνικόν µανδύαν του αντάρτου, ένα χρυσοκέντητον ντουλαµάν, ο οποίος παρ’ ολίγον να µου στοιχίση την ζωήν κατά την πρώτην µας συµπλοκήν προς τουρκικόν στρατόν, απαστράπτων εις τας ακτίδας του ηλίου και προσελκύων τα πυρά όλων. Τότε τον αντικατέστησα δι’ απλής δερµατίνης ενδυµασίας». Από αυτό βλέπουµε ότι η µυθική εικόνα του πολεµιστή –που και σήµερα ακόµα επικρατεί στην ανάµνηση των γεγονότων– δεν έχει πολλή σχέση µε την πραγµατικότητα.
Ο Μαζαράκης ως υπάλληλος του προξενείου στη Θεσσαλονίκη, ονόματι Δήμος Στεργιάκης (με πλαστό διαβατήριο), περιοδεύει τη Μακεδονία ως φωτογράφος, το 1904-5 (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Τα επιτεύγµατα του Καπετάν Ακρίτα στη ∆υτική Μακεδονία είναι υπερβολικά πυκνά για να τα αφηγηθούµε εδώ. Τα διηγείται ο ίδιος λεπτοµερώς στα αποµνηµονεύµατα που δηµοσιεύθηκαν µετά τον θάνατό του. Οι λίγοι µήνες παρουσίας του όµως έχτισαν έναν θρύλο. Όταν τα στοιχεία των αξιωµατικών αποκαλύφθηκαν και το σώµα έπρεπε να διαλυθεί, ο Κοροµηλάς ζήτησε να µην αποκαλυφθεί η απόσυρση του Καπετάν Ακρίτα από τη µάχη. Το όνοµα και µόνο λειτουργούσε ως φόβητρο. «Η σφραγίς µου και τα γράµµατά µου έδιναν και έπαιρναν εν απουσία µου. Αι βουλγαρικαί εφηµερίδαι επί έτη µε ύβριζαν διά πράγµατα που ούτε εγνώριζα».
Ο άτακτος πόλεµος όµως ενέχει και φοβερά διλήµµατα. Μετά τη διάβαση του Αλιάκµονα, σε µία από τις επιχειρήσεις συνελήφθη η τουρκική φρουρά του περάσµατος. «Ηγέρθη ζήτηµα τι θα εγίνοντο οι αιχµάλωτοι. Να ακολουθήσουν µαζί ήτο αδύνατον. Να αφεθούν ελεύθεροι ήτο κίνδυνος καταδόσεως και καταστροφής µας […]. Τότε εννόησα ότι εις τον αγώνα, εις ον εισήλθον, δεν εχρειάζετο λιποψυχία, αν έπρεπε να ζήσω εγώ και το τµήµα µου και να εργασθώ διά την πατρίδα µου. Ευρισκόµεθα εις πόλεµον και οι εχθροί θα απέθνησκον. Η ασφάλεια των ανδρών, που ωδήγουν, δεν επέτρεπαν επιείκειαν…» Στη συνέχεια διηγείται πώς αυτή ακριβώς η εκτέλεση της τουρκικής φρουράς τροµοκράτησε τόσο τους σχισµατικούς (Βουλγάρους), που από την επόµενη µέρα εξαφανίστηκαν από όλη την περιοχή κοµιτατζήδες που είχαν τροµοκρατήσει και εγκληµατήσει επί πολλά χρόνια.
Η επιτυχία του Ακρίτα βασίστηκε στην εξοικείωση του Μαζαράκη µε τη ζωή στα βουνά. Επί χρόνια είχε εργαστεί ως αξιωµατικός της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας. Για έξι µήνες κάθε καλοκαίρι είχε ζήσει στα όρη της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας αλλά και της Πελοποννήσου. Γνώριζε τα τότε σύνορα σπιθαµή προς σπιθαµή. Αλλά και η ζωή του αντάρτη δεν ήταν µόνο καταπόνηση και ζόρι. Για τη συνάντησή του µε οµάδα Σαρακατσάνων (τους οποίους πολύ θαυµάζει για το ελληνοπρεπές τους ήθος) αφηγείται: «[…] Εψήσαµεν αρνιά εις την σούβλαν και κοκορέτσι, εχορέψαµεν λεβέντικα αναµίξ αντάρται και νεαροί ποιµένες και εκοιµήθηµεν εις ωραίας καλύβας από κλάδους ελάτων». Σε αυτή τη συνάντηση, γύρω από τη φωτιά µαζεµένοι, έπαιρναν συµβουλές από τον γερο-Κλωνάρα, «τροµερός ληστής επικεκηρυγµένος, ήδη», παλικάρι παλαιότερα του θρυλικού Καπετάν Μπρούφα πριν από τον πόλεµο του 1897. Αυτός πήρε κατά µέρος τον Ακρίτα, που τον θεωρούσε συµπατριώτη του, µια και ο ίδιος καταγόταν από τη Φθιώτιδα, και του είπε να προφυλάσσεται: «Ο καλός κλέφτης δεν τουφεκίζεται συχνά».
Η απελευθέρωση της Θράκης
Οι μυστικές κινήσεις πέρα από τις επίσημες οδηγίες
Τα σύνορα χωρίζουν σήµερα τη Θράκη µεταξύ ελληνικής ∆ύσης, τουρκικής Ανατολής και βουλγαρικού Βορρά. Οι περισσότεροι θεωρούµε αυτή τη µοιρασιά αυτονόητη, αλλά πριν από έναν αιώνα η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική.
Ο βορράς (Ανατολική Ρωµυλία) υπήρξε για ένα σύντοµο διάστηµα µετά τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 αυτόνοµη επικράτεια, αλλά γρήγορα αφελληνίστηκε µε την ενσωµάτωσή της στο βουλγαρικό κράτος, τους διωγµούς και τελικά την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσµών της συνθήκης του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913).
Αλεξανδρούπολη, 1920. Παραλαβή της διοίκησης της πόλης από τον Γάλλο στρατηγό Φορ (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Στον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο, Τουρκία και Βουλγαρία συµµάχησαν µε τις Κεντρικές ∆υνάµεις Γερµανία και Αυστρία. Η εποχή έµοιαζε για τις χώρες αυτές –µε τον νεαρό και ακραίο εθνικισµό τους– ιδανική ώστε να εντείνουν και να εφεύρουν πολιτικές εθνοκάθαρσης. Στη ∆υτική Θράκη που κατείχαν οι Βούλγαροι µετά τους Βαλκανικούς Πολέµους, η ζωή των αλλοεθνών έγινε αβίωτη, προκαλώντας µεγάλα προσφυγικά κύµατα εξόδου από την περιοχή.
Στο τέλος του Πολέµου, το 1918, οι στατιστικές έδιναν στη ∆υτική Θράκη µια πλειοψηφία µουσουλµανική (στην περιοχή του Έβρου πάντως, όπως και σε ολόκληρη την Ανατολική Θράκη, ο ελληνισµός πλειοψηφούσε πάντα). Με την ιδεολογία της εθνικής αυτοδιάθεσης ως εργαλείο, ο πρόεδρος Ουίλσον της Αµερικής θεωρούσε ότι η ∆υτική Θράκη θα έπρεπε να κατακυρωθεί στη Βουλγαρία, παρά την ήττα της. Η χώρα είχε ανάγκη µία έξοδο στο Αιγαίο, ενώ η επιστροφή της Θράκης στην Τουρκία θεωρούνταν αδύνατη.
Η ∆υτική Θράκη όµως κατακυρώθηκε τελικά στην Ελλάδα. Στις 14 Μαΐου του 1920, ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο λιµάνι του ∆εδέαγατς και παρέλαβε την εξουσία από τον γαλλικό στρατό. Πώς συνέβη αυτό; Το αρχείο του Κωνσταντίνου Μαζαράκη µάς αποκαλύπτει το παρασκήνιο.
Το 1918, αµέσως µετά τη λήξη του πολέµου, ο Μαζαράκης, συνταγµατάρχης τότε, στάλθηκε ως επικεφαλής ελληνικής δύναµης για τον συµµαχικό έλεγχο της ηττηµένης Σόφιας. Κύρια εντολή του ήταν να εντοπίσει αιχµαλώτους και οµήρους –κυρίως γυναικόπαιδα– από αυτούς που οι Βούλγαροι είχαν αποσπάσει για υποχρεωτική εργασία και ταυτόχρονο βίαιο εκβουλγαρισµό και ως όπλο τροµοκρατίας. Ένα είδος παιδοµαζώµατος µε σκοπό την εθνολογική αλλοίωση της Θράκης.
∆ιατρέχοντας τη Βουλγαρία και συλλέγοντας πληροφορίες, κατόρθωσε να εντοπίσει και να ελευθερώσει εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, άτοµα. Συστήθηκε και ειδικό δικαστήριο για περιπτώσεις αµφισβητούµενες, που µερικές φορές αναγκαζόταν να κρίνει για παιδιά µε µόνη βάση τη φυσιογνωµική οµοιότητα, µιας και έγγραφα έλειπαν και οι ίδιοι οι παθόντες ήταν σε ηλικίες που δεν θυµούνταν τους αληθινούς γονείς τους. Στις διαρκείς του περιοδείες, φρόντιζε παράλληλα και για την ενδυνάµωση της θέσης και του ηθικού των ελληνικών τοπικών πληθυσµών και κοινοτήτων.
Ίσως πιο σηµαντικές ακόµα ήταν κάποιες µυστικές κινήσεις που ανέλαβε αυτενεργώντας ο Μαζαράκης, πολύ πέρα από τις επίσηµες οδηγίες του. Γράφει ο ίδιος:
Ευρισκόµενος εν Σόφια, εις µίαν οιωνεί άµυναν, απέναντι των τε εχθρών και συµµάχων, ευνοϊκώς διατιθέµενων υπέρ Βουλγαρίας, ήλθον εις επαφήν µετά των δώδεκα Βουλευτών Τούρκων ∆υτικής Θράκης εν τη Σοβράνιε [Βουλγαρική Βουλή] ως εξής.
Σαράντα Εκκλησιές, 1920. Έφιππη υποδοχή του βασιλέα Αλεξάνδρου (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Ο κ. Ανανιάδης, Έλλην ιατρός εκ Μ. Ασίας, υπηρετών εν τω Γαλλικώ Στρατώ, ήλθεν να µε επισκεφθή εν τη Πρεσβεία και να µου ανακοινώση ότι τρεις Τούρκοι Βουλευταί παρουσιάσθηκαν κατά την νύκτα ιδιαιτέρως εις κάποιον Γάλλον αξιωµατικόν απεσταλµένον ως σύνδεσµον Γαλλικού Στρατηγείου, επιθυµούντες µυστικά να εκφράσουν την δυσφορίαν των κατά της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως των και της προς τους Τούρκους κακής συµπεριφοράς των.
Ο Μαζαράκης ζήτησε να έρθει σε επαφή µε τους Τούρκους Βουλευτές και κανονίστηκε κρυφή συνάντηση τα µεσάνυχτα στην Ελληνική Πρεσβεία. Επικεφαλής των Τούρκων ήταν ο Ισµαήλ Χακή Καβαλανλής, απόγονος της οικογένειας του Μεχµέτ Αλή της Αιγύπτου.
Εµείναµεν σύµφωνοι να µου υποβάλουν ακριβείς στατιστικάς της ∆υτικής Θράκης εθνολογικάς, εγώ δε θα επραγµατευόµουν το ζήτηµα ζητών από τους Συµµάχους (εκ µέρους των φυσικά, χωρίς να φαίνεται Ελληνική επίδρασις) την απαλλαγήν των εκ του Βουλγαρικού ζυγού δι’ αυτονοµία της Θράκης, και αν αδύνατον τούτο την υποταγήν των εις την Ελλάδα µάλλον ή εις την Βουλγαρίαν.
To Υπόµνηµα, µας λέει ο Μαζαράκης, επιδόθηκε από τους Βουλγάρους στον Γάλλο Στρατηγό Κρετιέν (Chrétien), επικεφαλής των συµµαχικών δυνάµεων στη Σόφια. Προωθήθηκε στον Αρχιστράτηγο Ντ’Εσπερέ (D’Esperay) και αυτός αµέσως ενηµέρωσε τον πρωθυπουργό Κλεµανσώ, που βρισκόταν στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι.
Ιδού τι εγένετο εν Παρισίοις. Ο Πρόεδρος των Ηνωµένων Πολιτειών Ουίλσων, φιλοβούλγαρος, επηρεαζόµενος πολύ και από κάποιον Βούλγαρον καθηγητήν, και σύζυγον της γυναικαδελφής του, ανθίστατο εις την αποµάκρυνσιν των Βουλγάρων εκ Θράκης, υποστηρίζων ότι Έλληνες δεν υπήρχον σχεδόν εκεί (είχον εκδιωχθεί ιδία εκ του ∆εδέαγατς πολλοί) και µόνον Τούρκοι περί τας 400.000 απέναντι 80.000 Βουλγάρων, ώστε εάν επρόκειτο, είπε, να εξετάσωµεν την γνώµην των κατοίκων, έπρεπε προς τους Τούρκους να στραφώµεν […]
Και ο Κλεµανσώ εγειρόµενος λέγει: µα οι Τούρκοι ζητούν την απαλλαγήν των εκ του Βουλγαρικού ζυγού και διά των 12 Βουλευτών των της ∆υτικής Θράκης εν τη Σοβράνιε, και κατέθηκε το Υπόµνηµά των.
Μεταφράζουµε αποσπάσµατα από το Υπόµνηµα:
Ο Μαζαράκης σήμερα τιμάται στην Αλεξανδρούπολη ως απελευθερωτής.
Σόφια, 31 ∆εκεµβρίου 1918
Προς τον Στρατηγό Ντ’Εσπερέ
Στρατηγέ µου,
Οι υπογράφοντες Τούρκοι Μουσουλµάνοι, βουλευτές της ∆υτικής Θράκης στη Βουλγαρική Βουλή […], αφού βεβαιωθήκαµε ότι είναι εντελώς αδύνατον για τους συµπατριώτες µας που παραµένουν εκεί να ζήσουν κάτω από Βουλγαρική κυβέρνηση, δεδοµένης της απόλυτης έλλειψης ανοχής που επιδεικνύουν απέναντί µας […] ζητήσαµε ακρόαση από τον Στρατηγό Κρετιέν, ∆ιοικητή των συµµαχικών δυνάµεων κατοχής στη Βουλγαρία… Θέλαµε να τον παρακαλέσουµε, στο όνοµα της [πληθυσµιακής µας] πλειοψηφίας, να µας προστατεύσει…
∆υστυχώς οι προσβολές και υπερβάσεις των Βουλγάρων χειροτερεύουν και πολλαπλασιάζονται κάθε µέρα εναντίον των συµπατριωτών µας […] Έχουµε πολλές φορές αµφισβητήσει στη Βουλή τους Βούλγαρους Υπουργούς για την αφόρητη διοίκησή τους στη ∆υτική Θράκη αλλά η κυβέρνηση επιµένει να µην µας προσφέρει οποιαδήποτε ικανοποίηση. Μέχρι που θέλησαν να µας γκρεµίσουν το µοναδικό τζαµί που έχουµε στη Σόφια.
Τη στιγµή που η ∆ιάσκεψη της Ειρήνης πρόκειται να εγκαταστήσει µε µόνιµο τρόπο τις αιώνιες αξίες [της ισότητας και δικαιοσύνης], δεν θα ήταν δίκαιο να µας αφήσει να υποφέρουµε κάτω από τον πιο σκληρό και ανελέητο ζυγό, τον ζυγό των Βουλγάρων.
Μία κατοχή της ∆υτικής Θράκης από τις συµµαχικές δυνάµεις θα έβαζε τέλος στα βάσανά µας […] Θα ήταν επιθυµητό οι Ελληνικές δυνάµεις να συµµετέχουν σε αυτή την κατοχή, µιας και οι Έλληνες της Θράκης υποφέρουν τα ίδια δεινά µε εµάς, οι Έλληνες πάντα υπήρξαν φιλελεύθεροι απέναντι σε εµάς και είναι ένα έθνος µε το οποίο µπορούµε πολύ καλά να συνεργαστούµε.
Και συνεχίζει ο Μαζαράκης:
Ο Ουίλσων εσιώπησεν, οµολογήσας είτα την συγκατάθεσίν του διά την εις Ελλάδα παραχώρησιν.
Ο Βενιζέλος είχε ενηµερωθεί αργοπορηµένα για την ύπαρξη αυτού του υποµνήµατος, από αντίγραφο που ο Μαζαράκης είχε στείλει στο Υπουργείο Εξωτερικών. Αλλά, αντί να το τηλεγραφήσουν άµεσα στον ίδιο, το είχαν παραδώσει σε έναν πρέσβη ιδιοχείρως, ο οποίος περιόδευσε έναν µήνα προτού συναντήσει τον πρωθυπουργό. Έξαλλος ο Βενιζέλος είχε ζητήσει για τον λόγο αυτόν την παύση του Γενικού Γραµµατέα του Υπουργείου. Ο Μαζαράκης, όµως, επικοινωνώντας µε τον τρόπο αυτόν άµεσα µε το Υπουργείο, είχε παρακάµψει τη στρατιωτική ιεραρχία, κάτι για το οποίο έλαβε επίπληξη. Ευτυχώς που το είχε πράξει, όµως, διότι το άλλο αντίγραφο που κατέθεσε υπηρεσιακά προς τον Αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο δεν έφτασε ποτέ στα χέρια εκείνου. Το έσκισε για λόγους προσωπικής αντιζηλίας ο επιτελάρχης του –και κατώτερος ιεραρχικά από τον Μαζαράκη– Θεόδωρος Πάγκαλος. Ο ίδιος που, ως δικτάτορας λίγα χρόνια αργότερα, θα διέταζε τη φυλάκιση του Μαζαράκη για εντελώς διαφορετικούς λόγους, που θα αφηγηθούµε παρακάτω.
Ο Μαζαράκης ως επιτελάρχης του στρατηγού Χριστοδούλου το 1917. Ουσιαστικά διοικούσε τη Μεραρχία Σερρών στις μεγάλες μάχες του μακεδονικού μετώπου, όπου και τραυματίστηκε (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Ο Βενιζέλος, πάντως, µε το που έγινε γνωστή η απόφαση κατακύρωσης της Θράκης στην Ελλάδα, τηλεγράφησε στην Αθήνα να προαχθεί τιµητικά ο Μαζαράκης. Ως Υποστράτηγος πλέον, και διοικητής της Μεραρχίας Ξάνθης, περίπου αυτονόητα τέθηκε επικεφαλής του αγήµατος που αποβιβάστηκε από το οπλιταγωγό «Μυκάλη» στο ∆εδέαγατς, υπέγραψε ως εκπρόσωπος της χώρας την παραλαβή της διοίκησης από τους Γάλλους και αµέσως προώθησε τις δυνάµεις του προς βορράν κατά µήκος του Έβρου. Γι’ αυτό και σήµερα τιµάται στην Αλεξανδρούπολη ως απελευθερωτής.
Έναν µόλις µήνα αργότερα, η µεραρχία πέρασε για λίγες µέρες στη Μικρά Ασία και συµµετείχε στην κατάληψη της Πανόρµου στις 20 Ιουνίου, οπου και συναντήθηκαν οι δυνάµεις της µε αυτές της Μεραρχίας Σµύρνης που διοικούσε ο νεότερος αδερφός του Μαζαράκη, Αλέξανδρος, επίσης υποστράτηγος (και στρατιωτικός σύµβουλος του Βενιζέλου στη συνδιάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι λίγο νωρίτερα).
Τον Ιούλιο, οι δύο «αδερφικές» µεραρχίες συνέπραξαν στην απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης. Η Μεραρχία Σµύρνης διέβη τη θάλασσα του Μαρµαρά, ενώ η Μεραρχία Ξάνθης πέρασε τον Έβρο. Οι δυνάµεις του Αλέξανδρου Μαζαράκη κατόρθωσαν µάλιστα να συλλάβουν και τον Τζαφέρ Ταγιάρ, Τούρκο στρατιωτικό διοικητή της περιοχής.
Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης διηγούνταν ένα ανέκδοτο από την απελευθέρωση της Αδριανούπολης. Οι δύο αδερφοί Μέραρχοι µε τα επίσηµα αυτοκίνητα, φτάνοντας στα περίχωρα, έκαναν έναν αυτοσχέδιο αγώνα ποιος θα εισέλθει πρώτος στην πόλη. Προπορευόταν ο Αλέξανδρος, µέχρι που το αυτοκίνητό του έπαθε λάστιχο. Ο Κωνσταντίνος τον προσπέρασε χαιρετώντας θριαµβευτικά, αλλά λίγα µέτρα παρακάτω ζήτησε από τον οδηγό να σταµατήσει. Επιβίβασε τον αδερφό του και έφτασαν έτσι µαζί στην απελευθερωµένη πρωτεύουσα της Θράκης.
Η πτώση του Βενιζέλου, λίγους µήνες αργότερα, ανάγκασε τα δύο αδέρφια σε αποστρατεία και αυτοεξορία. Από τη Γαλλία ο Κωνσταντίνος παρακολουθούσε ανήµπορος την Καταστροφή, ενώ αµέσως µετά την επιστροφή του ο Αλέξανδρος κλήθηκε να υπογράψει για λογαριασµό της Ελλάδας την ανακωχή των Μουδανιών. ∆ιαφώνησε όµως κάθετα µε την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης που απαιτούσε ο Κεµάλ µε την υποστήριξη των Αγγλογάλλων, και έτσι η ανακωχή υπογράφηκε µόνο σε πολιτικό επίπεδο, από τις αρχές της Αθήνας. Στα αποµνηµονεύµατά του µας λέει και µία ενδιαφέρουσα λεπτοµέρεια για τα σύνορα Ανατολικής και ∆υτικής Θράκης, που έµελλαν να µετατραπούν στη µόνιµη Ελληνοτουρκική µεθόριο: Η χάραξη δεν ήταν πάνω στον Έβρο, αλλά δέκα χιλιόµετρα ανατολικά του, προκειµένου να αποφευχθεί το νερό και οι µετακινήσεις της όχθης του ποταµού. Σήµερα, µε τη στρατιωτική και µεταναστευτική πίεση στην περιοχή, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγµατα αν η πρόβλεψη αυτή δεν είχε θαφτεί µέσα στην απελπισία και στην ηττοπάθεια της Καταστροφής του 1922.
Ανεξαρτησία πνεύµατος, αίσθηση καθήκοντος
Μια συνολική αποτίμηση της σταδιοδρομίας του από τον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι τον Εμφύλιο και τον θάνατό του.
Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν υπήρξε άνθρωπος ιδεολόγος, στα πρότυπα της εποχής, αλλά και µε οξυµένη αίσθηση πραγµατισµού. Είχε υψηλές ιδέες και δεν παρασυρόταν από ακρότητες, πολιτικές εµµονές ή φιλοδοξίες, ακόµα και όταν προέρχονταν από την πλευρά που θεωρούσε πολιτικά σωστή. Παρέµενε φιλελεύθερος, αλλά όχι προσκολληµένος σε πολιτικές οµάδες. Όταν όµως θεώρησε ότι ήταν αναγκαίο, δεν δίστασε να πρωτοστατήσει σε πράξεις µεγάλης ιστορικής αξίας.
Παρότι πίστευε στη στρατιωτική τάξη και απέφευγε να εκφράζεται πολιτικά, δεν δίστασε κάποιες κρίσιµες στιγµές να την παραβιάσει, όταν θεώρησε ότι απαιτείται για ανώτερο σκοπό. Έχοντας µάθει να εργάζεται υπογείως µέσω της εµπλοκής του στις µυστικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού Αγώνα, βρέθηκε πρωτεργάτης του κινήµατος της Εθνικής Αµύνης στη Θεσσαλονίκη του 1917. Ήταν η εποχή που ο Βασιλιάς και οι φιλικοί σε αυτόν πολιτικοί είχαν εξοβελίσει από την πρωθυπουργία τον Βενιζέλο, µε στόχο να παραµείνει η Ελλάδα ουδέτερη στον πόλεµο. Πίστευαν στη στρατιωτική ανωτερότητα των Γερµανών και παρέβλεπαν τη στρατηγική ευθυγράµµιση των Ελληνικών συµφερόντων µε τους Αγγλογάλλους. Ο Μαζαράκης συνταράχθηκε από την παράδοση του Ρούπελ και την άλωση της Καβάλας από τους Βουλγάρους.
«Τι έπρεπε να κάµωµεν ηµείς, το καθήκον µας βεβαίως ως στρατιωτών ήτο να πειθαρχώµεν και αναµένοµεν. Αλλά οι πεποιθήσεις µας και τα γεγονότα µας έπειθον περί της ανάγκης λήψεως αποφάσεων, και εξόδου µετά των εχθρών των εχθρών µας. Υπάρχουν περιστάσεις εις την ιστορίαν των εθνών που οι άρχοντες, οι διανοούµενοι, οι ηγούµενοι της κοινής γνώµης και ανώτεροι ή ανώτατοι αξιωµατικοί είναι υπόχρεοι σταθµίζοντες τα γεγονότα να ρυθµίζουν και την στάσιν των. Βεβαίως αυτό δεν είναι αξίωµα, και µάλιστα είναι επικίνδυνος θεωρία διά τα ευνοµούµενα και πειθαρχούντα κράτη. Αλλά η ιστορία είναι ιστορία, η οποία εκ των υστέρων καταδικάζει ή εγκρίνει µίαν επανάστασιν».
«Οµολογώ ότι ως ∆ιοικητής Μονάδος, ως διανοούµενος, ως παλαιός Μακεδονοµάχος που εγνώριζα καλά τους Βουλγάρους και τας αξιώσεις των, ευρισκόµενος τότε εν Θεσσαλονίκη µε υπεύθυνον ∆ιοίκησιν, δεν ήτο δυνατόν να παρεµείνω απλούς στρατιώτης πειθαρχικός αλλά […] πολιτευόµενος, όχι εκ Βενιζελισµού (προς ον ήµουν ξένος) αλλά πατριωτισµού και αγανακτήσεως…»
Ο Μαζαράκης έφιππος. Τα δύο άλογά του, η Δόξα και η Νίκη, τον συνόδευσαν σε όλη τη στρατιωτική του σταδιοδρομία (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Ως ∆ιοικητής Μοίρας Πυροβολικού στο Καραµπουρνού, ήταν από τους πρώτους που κήρυξαν το κίνηµα της Εθνικής Αµύνης στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του ’17. Το όνοµά του δεν περιλαµβάνεται στο αρχικό επαναστατικό διάγγελµα των Ζυµβρακάκη κ.ά., διότι ο Μαζαράκης είχε δράσει µόνος και χωρίς οι άλλοι να έχουν γνώση των πολιτικών του πεποιθήσεων. Μετέπειτα µάλιστα έµαθε ότι είχαν σκοπό να τον φυλακίσουν µαζί µε τους φιλοβασιλικούς, καχύποπτοι από την παντελή απουσία πολιτικής έκφρασής του µέχρι τότε. Μαζί µε τους λοιπούς πρωτεργάτες, συγκρότησαν επιτροπή Εθνικής Αµύνης «ήτις ανέλαβε την διοίκησην, µε εµέ επί των Στρατιωτικών. Ποία η έκπληξίς µας όταν µας διεµηνύθη από τον Ελευθέριον Βενιζέλον ότι… εσπεύσαµεν». Αναφερόµενος στην αιχµαλωσία τµήµατος πεζικού που παρέµεινε πιστό στον Βασιλιά, ο Μαζαράκης γράφει: «Οµολογώ ότι το ζήτηµα µου επροξένησεν και λύπην και αγανάκτησιν, αλλά τι να γίνη. Μοιραίως εχωρίσθηµεν εις δύο παρατάξεις έκτοτε, µε µίσος εκατέρωθεν όπερ δυστυχώς διετηρήθη επί έτη, εις τινάς τουλάχιστον». Ήταν η κορύφωση του Εθνικού ∆ιχασµού.
Στις µεγάλες µάχες στα υψώµατα Ντροµαντέρ, Ραβινέ και Σκρα, που θα οδηγούσαν στη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου και τελικά στη συνθηκολόγηση των Γερµανοβουλγάρων, ο Μαζαράκης τραυµατίστηκε αλλά γράφει για τους συµπολεµιστές του: «Υπήρξα µάρτυς αυτοθυσιών που µε κατέπληξαν από απλούς και αγράµµατους σχεδόν στρατιώτας».
Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου και την επιστροφή του Μαζαράκη ως ∆ιευθυντή Πυροβολικού στο Υπουργείο Αµύνης, διηγείται: «Υπήρξα ξένος προς πάσαν δίωξιν αντιθέτων πολιτικών φρονηµάτων και επάλαισα εν τω πυροβολικώ τουλάχιστον να συγκρατήσω από παραιτήσεις ή να αποτρέψω διώξεις καλών αξιωµατικών… Κάποτε µάλιστα ήλθα και εις λόγους [λογοµάχησα] και προεκάλεσα εξάψεις νευρικάς του Ε. Βενιζέλου αποδίδοντος δίκαιον εις τους επιζητούντας εξορίας και απάντησα: «∆εν θα αφήσω να εξορισθή κανείς εκ του Πυροβολικού εφ’ όσον διοικώ εγώ αυτό». Και προ της οργής του Βενιζέλου και φωνών, ήνοιξα την θύραν και έκλεισα παταγωδώς που επροκάλεσεν έκπληξιν. Πολλοί αξιωµατικοί του Πυροβολικού αναγνωρίζουν ότι έσωσα τότε το Σώµα».
Η άρνησή του να ακολουθήσει τυφλά τη μία από τις παρατάξεις του διχασμού είχε ως μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα να θεωρείται αδέκαστος κριτής σε θέματα στρατιωτικής οργάνωσης.
Παρότι πολιτικά αντιλαµβανόταν την αξία του Βενιζέλου, η άρνηση του Μαζαράκη να ακολουθήσει τυφλά τη µία από τις παρατάξεις του διχασµού είχε ως µακροπρόθεσµο αποτέλεσµα να θεωρείται αδέκαστος κριτής σε θέµατα στρατιωτικής οργάνωσης, αλλά και να πολεµάται υπογείως από κάποιους. Πιο επίµονος αντίπαλός του ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επιστροφή του από την αυτο-εξορία στη Γαλλία, ξανασυναντήθηκε µαζί του: «Παραδόξως ο εχθρός µου Πάγκαλος, γενόµενος Υπουργός και παραιτηθείς της Προεδρίας Ανακρίσεων διά την Καταστροφήν της Μ. Ασίας, αφού έκρινεν και ετυφέκισε του Πολιτικούς Αρχηγούς, εθεώρησε αναγκαίον να µου αναθέση την συνέχισιν των ανακρίσεων διά τους Στρατιωτικούς υπευθύνους. Ειργάσθην επί 4-5 µήνας αναµένων και τους εκ αιχµαλωσίας επιστρέφοντας. Υπήρξα εις τας κρίσεις µου ψύχραιµος και δίκαιος. Εν προλόγω ωµίλησα διά τα πολιτικά λάθη, διά την κακήν µακρόθεν διοίκησιν του στρατού, διά την κόπωσιν του στρατού, διά το αδύνατον παρατάσεως εγκαταλελειµµένων υπό συµµάχων και άνευ εφοδίων, και όχι εµπαθώς προς τους αιχµαλώτους πολεµιστάς, οι οποίοι υπήρξαν τα θύµατα. Αλλά βεβαίως υπέδειξα και τα στρατηγικά λάθη […]».
Η οικογένεια Κωνσταντίνου Μαζαράκη και Αρριέττας Πορτοκάλογλου με τα παιδιά τους Γιάννη και Νόρα, περ. 1935 (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Μαζί µε την απόρρητη έκθεση, ο Μαζαράκης υπέβαλε και πρόταση για σύσταση συµβουλίου στρατιωτικών κρίσεων για να αποφασιστεί ποιοι αξιωµατικοί θα παρέµεναν χωρίς να προκληθεί δηµόσιος διαξιφισµός. «Ο Πάγκαλος, µέλος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, έλαβε γνώσιν της εκθέσεως και έδωκεν αντίγραφον εις το Ελεύθερον Βήµα το οποίον εκ δηµοσιογραφικής αµίλλης, καίτοι δι’ αυτής εθίγοντο οι φίλοι του Γονατάς και Πλαστήρας, την εδηµοσίευσεν. Τούτο επροκάλεσε σάλον και εντός και εκτός του κοινοβουλίου. Ο Πάγκαλος ως Υπουργός εδικαιολογήθη µε… προφυλάκισίν µου ότι δήθεν εγώ έδωσα προς δηµοσίευσιν την έκθεσιν. […] Με οδήγησεν εις το Στρατιωτικόν Νοσοκοµείον Μακρυγιάννη, εις το ίδιον δωµάτιον που όταν ήµουν εγώ παιδάκι οκτώ ετών επεσκεπτόµεθα τον δι’ ανάλογον αφορµήν φυλακισθέντα εκεί πατέρα µου, Αρχίατρο..»
Από το κρατητήριο λοιπόν ο Μαζαράκης έδωσε συνεντεύξεις δηµοσιοποιώντας το βρώµικο παρασκήνιο και «τας κακοηθείας που έκαµεν ο Πάγκαλος ως Επιτελάρχης του Παρασκευόπουλου µε κίνδυνον Εθνικών συµφορών». Και ενώ τελικά και ο ίδιος ο Πάγκαλος αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι αυτός είχε δηµοσιοποιήσει την έκθεση, παρ’ όλα αυτά το Στρατιωτικό Συµβούλιο καταδίκασε τον Μαζαράκη σε απόταξη. «Και αυτός [ο Πάγκαλος] υψηλοφρόνως φερόµενος αντί αποτάξεως µε απεστράτευσεν».
Πάντως, η φήµη του Μαζαράκη δεν τον εγκατέλειψε. Επί πρωθυπουργίας Κονδύλη συµµετείχε σε συµβούλιο αποστράτων µε σκοπό να τακτοποιήσουν την ιεραρχία µετά τις διαταραχές του ∆ιχασµού (αποτάξεις, ανατροπές ιεραρχίας, κ.λπ.), σε µια προσπάθεια να πάψει η αναπαραγωγή των τοξικών ανταγωνισµών που διέλυαν τόσο τον στρατό όσο και το ίδιο το πολιτικό σύστηµα.
Αργότερα, ο Ιωάννης Μεταξάς ως πρωθυπουργός κάλεσε τον Μαζαράκη να αναλάβει το Υπουργείο Αεροπορίας. Εκείνος έθεσε ως όρους την επαναφορά στο στρατό των αποταχθέντων για το βενιζελικό κίνηµα του ’35, αλλά και την άρση της λογοκρισίας, αιτήµατα στα οποία ο Μεταξάς δεν µπορούσε να συναινέσει.
Τέλος, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεµο του ’40, και ξανά µετά την απελευθέρωση της Αθήνας και στα ∆εκεµβριανά, πιστός στις πεποιθήσεις του, ο Μαζαράκης παραχώρησε στον αγγλικό στρατό τη µεγάλη κατοικία του, ακριβώς δίπλα στον Αρδηττό, για να χρησιµεύσει ως αρχηγείο τους. Ως αποτέλεσµα, όταν το Μετς κατελήφθη από τους κοµµουνιστές, ανατίναξαν το σπίτι µετά από δύο µέρες πλιάτσικο. Ο ίδιος ο στρατηγός, µαζί µε την οικογένειά του, κατέφυγε νύχτα σε δωµάτιο της Μεγάλης Βρετανίας, όπου θα παρέµενε µήνες, έχοντας χάσει τελικά όχι µόνο το σπίτι, αλλά και τους θησαυρούς από αρχεία, κειµήλια και όπλα του ’21 που έκρυβε αυτό. Η εσωτερική δίκη που οργάνωσε ο ΕΛΑΣ για το θέµα δεν αποτέλεσε καµία ανακούφιση για τον ίδιο.
Ο Μαζαράκης απεβίωσε το 1949. Παρά τα µεγάλα βιοποριστικά προβλήµατα που του είχε προκαλέσει η οικογενειακή καταστροφή και τον πρόωρο θάνατο της συζύγου του, µέχρι το τέλος αρθρογραφούσε εκτενώς για τα µεγάλα στρατιωτικά και στρατηγικά ζητήµατα της εποχής.
Ο Μαζαράκης με επίσημη στολή στρατηγού (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Πηγή: kathimerini.gr
Συνδέσου με την ομάδα του lamiareport.gr στο Viber για άμεση ενημέρωση
Ακολούθησε το LamiaReport.gr στο Google News για όλες τς τελευταίες χρηστικές ειδήσεις
Ακολούθησε το LamiaReport στο Facebook ...για να μη χάνεις είδηση!