ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 5 oC
Αναζήτηση:

Ένας προκομμένος άνθρωπος στο Στένωμα Ευρυτανίας

Ένας προκομμένος άνθρωπος στο Στένωμα Ευρυτανίας

Έναν προκομμένο άνθρωπο που ζει μόνιμα στο Στένωμα Ευρυτανίας μας συστήνει ο συντοπίτης μας δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος, μέσα από άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Παραπολιτικά".

Το καλοκαίρι που μας πέρασε σε μια εκδήλωση για την αγροδιατροφή που έγινε στο Καρπενήσι, ο Ταξιάρχης Μπανιάς, μόνιμος κάτοικος του χωριού Στένωμα Ευρυτανίας βραβεύτηκε ως ο άνθρωπος ο οποίος με την δράση του, πράγμα που υποστηρίζεται και αλληλοεπιδρά από την οικογένειά του και την κοινότητα, αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση και όσοι τον ακολουθήσουν, θα σώσουν την Ευρυτανία από μαρασμό…

Ναι έτσι έχουν τα πράγματα με τον Ταξιάρχη (1975) o οποίος 13 ετών αποφάσισε να αποκτήσει το πρώτο του κοπάδι με κατσίκες και τις φρόντιζε μόνος μιας και οι γονείς του δεν είχαν και πολλές σχέσεις με την κτηνοτροφία.

Ο πατέρας ήταν ηλεκτρολόγος στην περιοχή αλλά ο Ταξιάρχης επέλεξε να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία από αγάπη στα ζώα και γιατί από μικρός, του άρεσε αυτή η δουλειά. Αφού έβγαλε το δημοτικό σχολείο στο Στένωμα και πήγε και μια εβδομάδα (!) στο Γυμνάσιο Καρπενησίου το οποίο παράτησε καθώς η καρδιά του και η ψυχή του ήταν στο χωριό και στον κόσμο του.

Με μαγιά κάτι λίγες κατσίκες που είχε η μάνα του η οποία όπως κάθε νοικοκυρά εκείνη την εποχή διατηρούσε λίγες κατσίκες, μια αγελάδα και ένα μουλάρι στο σπίτι, ξεκίνησε και αγοράζοντας κατσίκια από την Μαυρομάτα έφτιαξε ένα κοπάδι από 170 κεφάλια και σύντομα άρχισε να λογαριάζεται ως μεγάλος νοικοκύρης κι αυτός στην περιοχή.

Τα έφτασε περισσότερα, κάποια στιγμή τα λιγόστεψε και στράφηκε προς τα πρόβατα και έφτιαξε και με αυτά πάλι ένα μεγάλο κοπάδι περί τα 350 κεφάλια. Με τα πρόβατα ασχολήθηκε αρκετά χρόνια και τελευταία, όπως οι περισσότεροι στην περιοχή στράφηκε στα γελάδια και σήμερα θεωρείται από τους μεγαλύτερους κτηνοτρόφους στο Στένωμα το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρείται και η μητρόπολη της αγελαδοτροφίας στην Ευρυτανία.

Η πορεία του δεν ήταν εύκολη, κυρίως γιατί δεν ήξερε πολλά από ζωντανά και κοπάδια και έτσι αναγκάστηκε να τα μάθει όλα μόνος του παρακολουθώντας τους συγχωριανούς του και εισάγοντας φυσικά και κάποιες καινοτομίες.
Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι αγαπούσε την δουλειά που αποφάσισε να κάνει και βέβαια την βοήθεια που είχε από τον πατέρα του Χρήστο, ο οποίος πέθανε πριν από 7 μήνες, την μητέρα του Βασιλική προόδευσε πολύ σύντομα. Επί πλέον, αυτό που τον βοήθησε πολύ ήταν η πλήρης και εντελεχής γνωριμία με το ανάγλυφο της περιοχής του.

Δεν υπήρχε μονοπάτι ή διαδρομή προς το βουνό και το ποτάμι, βοσκοτόπι και λιβάδι που να μην γνώριζε κι αυτό οφείλονταν στην επί αιώνες εκμετάλλευση του τόπου από τους προγόνους του κτηνοτρόφους. Οι γονείς του εκτός από την φύλαξη, τον βοήθησαν πολύ στο άρμεγμα τόσων ζώων. Το γάλα τον χειμώνα το έδιναν στα τυροκομεία ενώ από τον Ιούνιο και πέρα έπηζαν οι ίδιοι τυρί με τον μοναδικό, παραδοσιακό τρόπο που ξέρουν ακόμη στην Ευρυτανία.

Ο Ταξιάρχης αποτέλεσε μια εξαίρεση για την γενιά του που οι περισσότεροι σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους και τους βλέπει το Στένωμα μόνο στις γιορτές και το καλοκαίρι αλλά είναι αρκετοί αυτοί που ακόμη συνεχίζουν με την κτηνοτροφία και διατηρούν μεγάλα κοπάδια στο Στένωμα. Μεταξύ αυτών και ο αδερφός τους Λάζαρος, οι Παπαδονικαίοι καθώς και λίγοι άλλοι νέοι που κάνουν την διαφορά στο χωριό που αριθμεί γύρω στους 50 μόνιμους κατοίκους.

Παλιότερα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του Δυτικού Τυμφρηστού και τα κοπάδια του ξεπερνούσαν τα 5.000 κεφάλια αλλά όπως όλα, έτσι κι αυτό λύγισε. Παρά ταύτα το Στένωμα καθώς και τα γειτονικά του, Άγιος Δημήτριος, Γάβραινα, και άλλα διατηρούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο της κτηνοτροφίας στην Ευρυτανία.

Ο Ταξιάρχης όμως δεν περιορίστηκε στην κτηνοτροφία αλλά ανέστησε και διατηρεί κι ένα άλλο χρήσιμο και πολύτιμο επάγγελμα στην περιοχή. Του σύρτη ξυλείας και της μεταφοράς. Ξεκίνησε με δυο – τρία μουλάρια στην αρχή, όταν είδε πως είχε κάμψη στην παραγωγή του κοπαδιού των προβάτων, να σέρνει ξυλεία ελάτης από τα δάση που εκμεταλλεύονταν ο δασικός συνεταιρισμός των χωριανών του και σιγά – σιγά επεκτάθηκε και στη μεταφορά των καυσόξυλων.

Καθώς το ανάγλυφο της περιοχής που απλώνονται τα δάση του Τυμφρηστού είναι δύσκολο, η δουλειά του εκτιμήθηκε και έτσι δόθηκε λύση και διέξοδος στο έργο των υλοτόμων. Τη δουλειά αυτή την κάνει το καλοκαίρι και με βοηθό τον Ηλία Ντζιώρα από τη Βράχα ενώ όταν υπάρχει πολύ δουλειά επιστρατεύει κι άλλους συγχωριανούς.

Η φήμη του σαν καλό επαγγελματία στις μεταφορές ξυλείας ξεπέρασε τα στενά όρια της Ευρυτανίας και πήγε παραπέρα κι έτσι έχει πηγαίνει για δουλειά σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Το κοπάδι των αλογομούλαρων του αριθμεί περί τα 15 ζωντανά, διαλεγμένα ένα προς ένα και προσεγμένα.

Τα φροντίζει ο ίδιος σε κάθε τους ανάγκη, έφτασε μάλιστα να μάθει και να τα πεταλώνει. Ξέρει τις συνήθειες του καθενός, του μιλά προσωπικά και έτσι έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και την αναγνώριση, πράγμα που βοηθάει πολύ στην δύσκολη αυτή δουλειά. Επί πλέον, η εμπειρία του τον καθιέρωσε και ως πρακτικό ιατρό των ζώων του, τόσο που τον ζηλεύουν ακόμη και οι κτηνίατροι.

Η περίοδος που ο Ταξιάρχης ασχολείται με τα ξύλα είναι οι θερινοί μήνες, τον χειμώνα μαζεύει τα ζωντανά και τα αφήνει να ξεκουραστούν. Με την αρχή της περιόδου ρίχνει στη δουλειά τα πιο δυνατά ενώ εκείνα που βγαίνουν στην αποστρατεία φροντίζει να τα αντικαθιστά με άλλα που η καταγωγή τους είναι από τη Γαλλία. Από εκεί φθάνουν στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπων, στα Τρίκαλα εδρεύουν οι περισσότεροι κι από εκεί τα προμηθεύεται.

Φροντίζει να είναι γερά και πιο πολύ έξυπνα, πράγμα που βοηθάει να ξεπεράσουν και το ζήτημα της γλώσσας! Όσο για την εκπαίδευσή τους, χρησιμοποιεί τις ίδιες πανάρχαιες μεθόδους που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος όταν ημέρωσε για πρώτη φορά άλογα. Ο Ταξιάρχης, όπως και η οικογένειά του δεν στέκεται στιγμή!

Όλοι βοηθούν, η γυναίκα του Βασιλική, οι κόρες του Ιωάννα που είναι μαθήτρια στο Γυμνάσιο Καρπενησίου και Γεωργία μαθήτρια δημοτικού όπως και ο γιός όταν δεν έχει μαθήματα στη σχολή του. Ακόμη και η σκύλα του, η Έλσα δεν λείπει ούτε στιγμή από τα κοπάδια και τα μουλάρια. Μόνο το χειμώνα που μαζεύει τα ζωντανά στους στάβλους παίρνει μια ανάσα αλλά κι εκεί χρειάζεται διαρκής προσοχή. Με το τάισμα, τα γεννητούρια αλλά και τους λύκους που πολιορκούν τους στάβλους.

Προσέχει, δεν θέλει να πάνε χαμένα τα ζωντανά του, είναι κεφάλαιο γι’ αυτόν αλλά και ψυχές που χρειάζονται προστασία από τον καιρό και τα αρπακτικά. Από μέρους τους αυτά και προς ανταπόδοση, τον κάνουν με τον τρόπο τους τον πρώτο νοικοκύρη στο Στένωμα και από την φήμη αυτή προέκυψε και η βράβευση.

Για τον Ταξιάρχη Μπανιά συζητάνε όλοι στην Ευρυτανία, τον επαινούν και τον καμαρώνουν και πολλοί θέλουν να του μοιάσουν. Άλλοι μπορούν, άλλοι θέλουν σπρώξιμο και αναζητείται εκείνος που θα το κάνει…

Πηγή: ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ – ΚΥΝΗΓΙ (14/04/2024)