ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 7 oC
Αναζήτηση:

Τα παπούτσια της νονάς... εκείνα τα χρόνια!

Τα παπούτσια της νονάς... εκείνα τα χρόνια!

Μια ιστορία για "ξυπόλητα όνειρα και σταυρωμένες ζωές" ανέβασε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το γνώριμο γλαφυρό του ύφος ο εκπαιδευτικός και λογοτέχνης Βασίλης Κανέλλος.

Λίγο πριν την Ανάσταση του Θεανθρώπου, ας μοιραστούμε μια ιστορία που μας γυρνά πίσω στο χρόνο, τότε που τα παπούτσια της νονάς έκαναν τη Λαμπρή να μυρίζουν όλες οι πασχαλιές του κόσμου...

-Ξύπνα τρανέ, πέρασε πρωί πρωί η νονά σου και σου άφησε τη λαμπάδα κι ένα κουτί. Έγινε λέει άλλη τόση σαν της είπε καλά λόγια για σένα η δασκάλα. Ξύπνα, έχουμε ένα σωρό δουλειές…

Μεγάλο Σάββατο πρωί κι η μάνα δεν προλάβαινε να τις αποσώσει.

Πετάχτηκε εκείνος σα ζαρκάδι αναζητώντας το απρόσμενο πασχαλιάτικο δώρο. Άνοιξε βιαστικά το κουτί. Η αναπνοή του πνίγηκε στη βαριά μυρουδιά του δέρματος, σαν ξεδίπλωνε το χαρτί του περιτυλίγματος. Ένα ζευγάρι παπούτσια ξεπρόβαλε. Σκαρπίνια γυαλιστερά από γνήσιο δέρμα με κορδόνια, γαζωμένα με χοντρό σπάγκο και μεγάλη σόλα.

-Απέθαντα είναι, είπε κι ο πατέρας που έσκυψε κι αυτός πάνω απ’ το κουτί με περιέργεια. Φρόντισέ τα, να περάσεις κάμποσα χρόνια.

Χοροπήδησε απ΄ τη χαρά του. Δε θα πήγαινε το βράδυ στην Ανάσταση με κείνα τα πάνινα χοντροπάπουτσα που αγόρασε ο πατέρας στο παζάρι της Μεγάλης Παρασκευής για κείνον και για τα μικρότερα αδέλφια. Ήταν δύσκολοι εκείνοι οι καιροί, στερημένη και φτωχιά η ζωή.

Τα φόρεσε, τα δοκίμασε, τα ξαναφόρεσε αρκετές φορές όλο το απόγευμα. Έτριζαν οι σόλες στο πάτωμα. Ποιος νοιαζόταν που ήταν λίγο μεγάλο το νούμερο. Ένα χαρτί στην πατούσα και λίγο μπαμπάκι στις μύτες κι όλα διορθώθηκαν.

Νυχτώνοντας τ΄ απόθεσε στο κομοδίνο κι όλο τα κρυφοκοίταζε μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα.

Με πηδηχτά βήματα πήγε το βράδυ στην εκκλησιά. Σαν τον παπουτσωμένο γάτο. Παιδάκι της πρώτης δημοτικού. Δε χόρταινε να τα καμαρώνει και νόμιζε πως κι όλοι τον κοίταζαν εκεί μέσα, ακόμα κι οι άγιοι στις εικόνες. Ούτε τον ένοιαζε που οι σταλαματιές απ΄ το κερί της λαμπάδας τα έκαναν κάτασπρα στο πάνω μέρος τους. Δε θυμάται ν΄ άκουσε από τη μεγάλη του χαρά το «Χριστός Ανέστη». Όμως εκείνη τη Λαμπρή τού μύρισαν όλες οι πασχαλιές του κόσμου.

Τα φόρεσε δυο τρία χρόνια ακόμα. Έβγαλε τη θητεία του κι ο μικρότερος αδελφός, μέχρι που έλιωσαν οι σόλες και ξέφτισε το δέρμα και ξεμύτισαν τα δάχτυλα.

Δεν ξεχνιούνται εύκολα εκείνα τα πρώτα του δερμάτινα, τα καλά του παπούτσια. Και τα θυμάται όλα αυτά, μέρες που ΄ναι, μέρες χαρμολύπης και γιορτινής μοναξιάς κι αναλογίζεται πως ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο το μοιράζονταν κάποτε τ΄ αδέλφια. Πως πέρασαν παιδιά που δε φόρεσαν ποτέ σκαρπίνι. Πως και στο σημερινό πολιτισμένο και χορτάτο κόσμο υπάρχουν ακόμα ξυπόλητα όνειρα και σταυρωμένες ζωές.

Καλή Ανάσταση!