ΚΛΕΙΣΙΜΟ
MENU
weather-icon 5 oC
Αναζήτηση:

Όσα ξέρατε για τη θερμοκρασία του σώματος να τα ξεχάσετε – Η νέα μελέτη που φέρνει τα πάνω κάτω

Όσα ξέρατε για τη θερμοκρασία του σώματος να τα ξεχάσετε – Η νέα μελέτη που φέρνει τα πάνω κάτω

Η φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος δεν είναι πια αυτή που ξέραμε. Νέα μελέτη σε εκατοντάδες χιλιάδες θερμομετρήσεις αποκαλύπτει από ποιους παράγοντες εξαρτάται.

Η νέα μελέτη για τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος ανατρέπει βεβαιότητες 160 χρόνων, διότι απλούστατα φυσιολογική θερμοκρασία δεν υπάρχει!

Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ επιβεβαίωσαν πως η φυσιολογική θερμοκρασία είναι κάτι εντελώς εξατομικευμένο. Και αυτό διότι επηρεάζεται από παράγοντες όπως:

* Η ηλικία

* Το φύλο

* Το ύψος

* Το σωματικό βάρος

* Οι δραστηριότητες στη διάρκεια της ημέρας.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και πολλοί γιατροί, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι 37 βαθμοί Κελσίου είναι η φυσιολογική θερμοκρασία για όλους. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που είναι φυσιολογικό εξαρτάται από το άτομο και τις συνθήκες. Μάλιστα σπανίως φθάνει στους 37 βαθμούς», αναφέρει η επιβλέπουσα ερευνήτρια Dr. Julie Parsonnet, καθηγήτρια Επιδημιολογίας & Πληθυσμιακής Υγείας στο Στάνφορντ.

Όπως εξηγεί, η φυσιολογική θερμοκρασία ενός ψηλού, λιποβαρούς 80χρονου άνδρα το πρωί μπορεί να είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι μίας 20χρονης παχύσαρκης γυναίκας το απόγευμα.

Προγενέστερη μελέτη του Πανεπιστημίου Στάνφορντ είχε δείξει ότι η μέση θερμοκρασία του ανθρώπου μειώνεται κάθε δεκαετία από τον 19ο αιώνα. Αυτό έχει αποδοθεί στην βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της υγείας, που μειώνουν τη φλεγμονή στον οργανισμό.

Σήμερα, η θεωρούμενη ως φυσιολογική θερμοκρασία μάλλον προσεγγίζει τους 36,6 βαθμούς Κελσίου, λένε οι ερευνητές.

Θερμοκρασία σώματος: Η νέα μελέτη

Για να βρουν την αληθινή σωματική θερμοκρασία των σύγχρονων ανθρώπων, οι ερευνητές εξέτασαν 618.306 θερμομετρήσεις στο στόμα, που διεξήχθησαν σε ενήλικες ασθενείς του Στάνφορντ μεταξύ 2008 και 2017.

Οι επιστήμονες είχαν λεπτομερή στοιχεία για τις θερμομετρήσεις, αφού είχαν σημειώσει:

* Την ώρα της ημέρας

* Την ηλικία των ασθενών τους

* Το φύλο τους

* Το ύψος και το βάρος τους

* Τα φάρμακα που λάμβαναν

* Την κατάσταση της υγείας τους.

Για να είναι βέβαιοι για την αξιοπιστία των ευρημάτων τους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν έναν αλγόριθμο που εντόπισε τις διαγνώσεις και τα φάρμακα που σχετίζονταν με ακραία μείωση ή αύξηση της θερμοκρασίας. Όσοι είχαν τέτοιου είδους διαγνώσεις (π.χ. σοβαρές εμπύρετες λοιμώξεις) αποκλείστηκαν από τη συνέχεια της μελέτης.

Τα ευρήματα

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Internal Medicine. Όπως γράφουν οι ερευνητές, απέκλεισαν κατ’ αρχάς το 35,9% των θερμομετρήσεων λόγω προβλημάτων, όπως οι εμπύρετες λοιμώξεις.

Στους υπόλοιπους ασθενείς, η φυσιολογική θερμοκρασία κυμαινόταν από 36,3 βαθμούς Κελσίου έως 36,7. Ο μέσος όρος ήταν οι 36,6 βαθμοί Κελσίου.

Οι άνδρες έτειναν να έχουν χαμηλότερη σωματική θερμοκρασία από τις γυναίκες. Επιπλέον, αυτή μειωνόταν με την ηλικία και με το ύψος. Αυξανόταν όμως κατ’ αναλογίαν με το σωματικό βάρος.

Η ώρα της ημέρας ασκούσε πολύ μεγάλη επίδραση στη σωματική θερμοκρασία. Ήταν χαμηλότερη νωρίς το πρωί και υψηλότερη στις 4 το απόγευμα.

Το σχεδόν ένα τέταρτο της θερμοκρασιακής διαφοροποίησης από άτομο σε άτομο μπορούσε να αποδοθεί στο φύλο, την ηλικία, το ύψος, το βάρος και την ώρα της ημέρας.

Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες που δεν μελετήθηκαν, όπως:

* Η ένδυση

* Η σωματική δραστηριότητα

* Η φάση του έμμηνου κύκλου

* Οι καιρικές συνθήκες

* Η κατανάλωση ψυχρών ή θερμών ροφημάτων (η θερμοκρασία μετριόταν με θερμόμετρο στόματος).

Η εξατομίκευση της θερμοκρασίας είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι μπορεί να μειώσει (και) τα ιατρικά λάθη. Όπως είπε η Dr. Parsonnet, η πεθερά της καθυστέρησε επί εβδομάδες να διαγνωστεί με σοβαρή καρδιακή λοίμωξη, διότι η θερμοκρασία της δεν έφτανε στα όρια του πυρετού. Ήταν επίμονα κάτω από 37,7 βαθμούς Κελσίου, προφανώς επειδή είχε και χαμηλή φυσιολογική θερμοκρασία.

Για την ιστορία, οι 37 βαθμοί Κελσίου προέκυψαν από μελέτη που δημοσιεύθηκε τον 19ο αιώνα (την δεκαετία του 1860!).

πηγή: Iatropedia.gr